HomeΘέματαΠαγωτό φυστίκι

Παγωτό φυστίκι


«Έχεις ακούσει αυτή τη θεωρία ότι σε μια χούφτα φυστίκια υπάρχουν 10000 μικρόβια; Ξέρεις ρε παιδί μου, αυτά τα φυστίκια στα μπαρ, που σου φέρνουν με το ποτό σου. Αυτά με το λεπτό αλατισμένο τσόφλι, τα μίζερα πορτοκαλοκίτρινα με την θέλω-να-πεθάνω-από-βαρεμάρα γεύση. Ε! Αυτά τα φυστίκια λένε ότι είναι τίγκα στα μικρόβια. Γιατί τα ξαναγεμίζουν. Αυτό ακριβώς. Όσα περισσεύουν τα ξαναρίχνουν μέσα σε ένα κουβά και μετά ο σερβιτόρος τα ξανασερβίρει σε άλλο. Αλλά εν τω μεταξύ εσύ τα έχεις πιάσει, τα έχεις τρίψει και πριν από σένα κάποιος άλλος, (κάποιος που πριν έξυσε το μούσι του γιατί το ένιωθε λίγο άγριο), και πιο πριν κάποιος που είχε βγει από την τουαλέτα γιατί από την αγωνία του να αρέσει στο πρώτο ραντεβού οι μπύρες είχαν πάει σύννεφο και ακόμα πιο πριν αυτές οι κοπελίτσες που για να έρθουν στο μπαρ κρατούσαν τις λαβές του τρόλεϊ και πίστεψε με δεν θέλεις να ακούσεις για αυτές τις λαβές.»


Αυτά σκεφτόταν ο Γιάννης, παρατηρώντας τα φυστίκα που του είχε αφήσει η σερβιτόρα μαζί με το νερό του.


«Συγγνώμη φίλε μπορώ να την πάρω;» Ναι γιατί όχι, έγνεψε ο Γιάννης, ούτως η άλλως δεν περίμενε κανένα, είχε βγει μόνος, είχε πάρει το μετρό, είχε φτάσει από νωρίς, είχε πιάσει μια καλή θέση στο μπαρ και είχε ζητήσει το συνηθισμένο πλέον τζόνι μαύρο από τη σερβιτόρα που πια τον είχε μάθει με το μικρό του.

Στους φίλους της, όμως, τον έλεγε «ο περίεργος της Τετάρτης». Και ήταν πράγματι περίεργος. Καθόταν πάντα μόνος και κάπνιζε σα μαλάκας. Συνήθιζε να μονολογεί στο κεφάλι του. Μάλιστα σε έναν καυγά με τον εαυτό του, του ξέφυγε και ένα επιφώνημα φωναχτά.


Αλλά αυτή η νύχτα ήταν ξεχωριστή. Αυτή τη νύχτα ήταν αποφασισμένος να της μιλήσει. Να βρει κάποιο τρόπο έστω να τη γνωρίσει. Είχε μάθει απ έξω τα ωράρια της και από κάποιες σκόρπιες κουβέντες είχε ακούσει ότι σπούδαζε στη Φιλοσοφική, ότι ήταν από τη Κατερίνη και ότι στο τέλος της βάρδιας καθάριζε τα χέρια της με αντισηπτικό gel.


Το σερβιτοριλίκι την κούραζε, αλλά ήταν καλή στη δουλειά της.Θυμόταν τι έπινε, αλλά αυτό το καλώς τον Γιάννη μας που έλεγε κάθε φορά πριν τον σερβίρει, τον διέλυε. Τον έβαζε σε μια φιλική σφαίρα στην οποία υπέφερε, όπως κάθε αληθινά κρυφο-ερωτευμένος. Είχε φαντασιωθεί πολλές φορές ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ (τη στιγμή που θα της μιλούσε) με καταστροφικά τις περισσότερες φορές αποτελέσματα. Αλλά τώρα είχε φτάσει η ώρα. Η ώρα που θα έκανε την κίνηση του και ας πήγαινε στο διάολο.


Κατέβασε μια γουλιά (η τελευταία που είχε μείνει), σκούπισε τις ιδρωμένες παλάμες του σηκώθηκε από το σκαμπό του και άρχισε να κατευθύνεται προς εκείνη την ώρα που σέρβιρε μια παρέα με άντρες στην άλλη γωνιά του μαγαζιού. Είχε προβάρει τέλεια αυτά που θα της έλεγε, θα ξεκινούσε με ένα κοπλιμάν για τα μαλλιά της, για να καταλήξει να την ζητήσει σε ραντεβού. Γύρω του τα πάντα κινούνταν σε slowmotion. Φωνές, μουσική, χαμογελαστοί τύποι που τσουκρούσανε, χιπστεράδες που τον κοίταζαν περίεργα καπνίζοντας. Ήταν λίγο πριν φτάσει σε αυτήν, όταν άθελα του έσπρωξε τον σερβιτόρο που περνούσε από δίπλα του, ρίχνοντας το δίσκο του κάτω, σπάζοντας 3 μπύρες βαρέλι και 2 ποτά σε χαμηλό. Τα γυαλιά από την πτώση πετάχτηκαν αριστερά δεξιά και μια κοπέλα έβγαλε μια δυνατή φωνή από τρομάρα κάνοντας τον dj να κόψει απότομα τη μουσική. Ο ίδιος πήγε να σκουπίσει το παντελόνι του, αλλά ένα κομματάκι γυαλί τον έκοψε κάνοντας το χέρι του να αρχίζει να αιμορραγεί. Και εκεί μπροστά της, με το χέρι του να τρέχει αίματα σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να κάνει πια πίσω. Έπρεπε να της μιλήσει. Τώρα. Άνοιξε το στόμα του άλλα δεν έβγαινε λέξη. Είχε ξεχάσει τα πάντα, όλα τα σχέδια είχαν πάει στο διάολο, εξάλλου και η στιγμή δεν δικαιολογούσε τα προσχεδιασμένα, με ένα παντελόνι να βρωμοκοπάει ουίσκι και μπύρα και ένα μαγαζί να τον κοιτάζει. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Η ίδια κρατώντας ένα μπολ με ξηρούς καρπούς πήγε να το αφήσει για να τον ρωτήσει αν είναι καλά. Και εκεί ήταν που άνοιξε το στόμα του:


«Θα θελα να μουν το φυστίκι στα χέρια σου. Να ταξιδέψω στα δάχτυλα, στα χείλια σου, να φτάσω μέχρι τη κοιλιά σου. Και εκεί να μείνω. Ήσυχος μέσα σου σαν μικρόβιο. Και μέχρι να έρθουν όλες οι αντιβιώσεις του κόσμου, εγώ θα έχω νοιώσει για λίγο πως είσαι. Θα είμαστε για λίγο μαζί, έστω κάποιες μέρες και μετά στείλε τους όλους να με εξολοθρεύσουν. Εξάλλου είμαι πολύ μικρός και εσένα σου αρέσει να βάζεις αντισηπτικό στα χέρια. Και αυτό με σκοτώνει.»


Στην επιστροφή για το σπίτι οι τσέπες του είχαν μερικά τσόφλια με αλάτι. Και ένα χαρτάκι που έγραφε «Μαρία. 6945543…..». Την άλλη μέρα την πήρε τηλέφωνο. Και αυτή του πρότεινε να πάνε σε ένα μέρος που πουλάνε παγωτό φυστίκι. Και βγήκαν ραντεβού.



>>>Διαβάστε επίσης Με αγάπη

Related stories

Φεστιβάλ Επταπυργίου: Πρεμιέρα με Ρεμπούτσικα, επί σκηνής 270 καλλιτέχνες

Επτά παραγωγές και 15 παραστάσεις στις οποίες συμμετέχουν συνολικά...

Τραπεζάκια έξω: 3 επιλογές για τα ανοιξιάτικα ποτά σου

Είμαστε έτοιμοι για την άνοιξη και όπως φαίνεται και...

Μια διαφορετική trattoria στα ανατολικά που δεν μοιάζει με τις άλλες

Το όνομά σημαίνει τηγάνι στα Ιταλικά – συνδυάζει την...

Το νεανικό ταβερνείο στην πόλη που έχει και δικό του κόμικ

Στην καρδιά των Λαδάδικων, στη Θεσσαλονίκη, βρίσκεται μια κρυμμένη...

Υπερδιπλάσια η έκταση που θα απαλλοτριωθεί στο Σέιχ Σου για το Flyover

Τροποποιητική μελέτη από το ΥΠΕΝ Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας...