HomeCinemaΚριτική ταινίαςΜια Αμερικάνικη Ληστεία

Μια Αμερικάνικη Ληστεία

Η.Π.Α./ Ηνωμένο Βασίλειο 2018, σκηνοθεσία: Μπαρτ Λέιτον, με τους: Εβαν Πίτερς, Αν Ντάουντ, Μπάρι Κιόαν, Μπλέικ Τζένερ, Τζάρεντ Εϊμπραμσον, Ούντο Κίερ

Το 2004 ένας νεαρός φοιτητής του Πανεπιστημίου Τρανσιλβάνια στο Λέξινγκτον του Κεντάκι, μαζί με έναν συνομήλικό του, αποφασίζουν να κλέψουν από την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη δυο σπάνια βιβλία, τα «Πουλιά της Αμερικής» και την «Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου.

Η απόδοση του τίτλου στα ελληνικά ως Mια αμερικάνικη ληστεία είναι τουλάχιστον παραπλανητική, όχι ως προς το περιεχόμενο της ταινίας, αλλά ως προς την ουσία της, αφού παραπέμπει σε γκανγκστερικά κυνηγητά και πυροβολισμούς και όχι στο υπαρξιακό δράμα χαρακτήρων που τελικά μας επιφυλάσσεται. Αντίθετα, με τον αγγλικό τίτλο American Animals, γίνεται αμέσως νύξη για την πρόθεση εξερεύνησης της ψυχοσύνθεσης των ηρώων και της φύσης της πράξης τους, τα αίτια της οποίας θα αποτελέσουν τελικά το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της. Δικαιολογεί εξάλλου ο τίτλος αυτός και το συχνό παραλληλισμό της δράσης, με εικόνες ζώων που αλληλοσπαράσσονται, από το βιβλίο που αποτέλεσε αντικείμενο της ληστείας. Δίνει λοιπόν ο σκηνοθέτης έμφαση, όχι στο πως και τι, αλλά στο γιατί, προσέχοντας να μην υπονομεύει υπερβολικά τη δράση, η οποία εξάλλου φαντάζει κάπως λειψή σε σασπένς και ανατροπές σε σύγκριση με άλλες του είδους.

Η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία και κάνει από την αρχή φανερή την πρόθεσή της να επικεντρωθεί όχι στον ρεαλισμό σαν αφηγηματικό στυλ αλλά στην ακρίβεια των γεγονότων που παρουσιάζει. Διακόπτεται έτσι η αφήγηση, από μονολόγους των πραγματικών πρωταγωνιστών της ιστορίας σε στυλ συνέντευξης, που δίνουν μία ντοκιμαντερίστικη αισθητική στο έργο αν και συχνά σπάνε τολμηρά και όχι πάντα με επιτυχία τον κατά τ' άλλα συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό του. Ο σκηνοθέτης σπάει επίσης συνεχώς τον τέταρτο τοίχο, αλλάζει κατά βούληση στοιχεία ανάλογα με τα καπρίτσια της μνήμης των αφηγητών του, φροντίζει να υπενθυμίζει στον θεατή ότι αυτό που παρακολουθεί είναι φτιαχτό, έργο καλλιτεχνών. Χρησιμοποιεί τις τεχνικές αυτές ωστόσο, με το μέτρο ενός Αμερικανού δημιουργού, ώστε να μην λειτουργήσουν εις βάρος του δράματος και της δράσης.

Οι ήρωες από την αρχή γίνεται φανερό, ότι έρχονται αντιμέτωποι με τους κλασικούς υπαρξιακούς προβληματισμούς της νεότητας, που διακρίνονται θολοί όμως στο μυαλό και στις πράξεις τους, υπογραμμίζουν παρασκηνιακά τις επιλογές τους χωρίς να μονοπωλούν το φιλμικό χρόνο μέσα από το κείμενο. Οι νεαροί επίδοξοι εγκληματίες, επιδεικνύοντας μια μηδενιστική περιφρόνηση στην πεπατημένη, στον εύκολο δρόμο των γονιών και των δασκάλων τους, επιλέγουν με αφέλεια αυτό που φάνταζε ως ο πιο εύκολος δρόμος για κέρδη και άνετη ζωή, στην ουσία του όμως ήταν απλά ο πιο αντιδραστικός, ο πιο έξυπνος, ο πιο θαρραλέος, ο πιο ζωντανός.

Σπρωγμένοι έτσι από το αίσθημα ότι βρίσκονται σε συνεχή αναμονή, ότι δεν ζουν ακόμη την πραγματική ζωή, αυτή που κάποτε νόμιζαν ότι τους περίμενε, αυτή που ήταν πεπεισμένοι ότι τους άξιζε, καταστρώνουν με κέφι και κάπως παιχνιδιάρικη διάθεση το σχέδιο τους. Και τα πρώτα βήματα του σχεδίου αυτού ήταν να γκουγκλάρουν Πως να κάνω την τέλεια ληστεία, στον υπολογιστή μιας δημοτική βιβλιοθήκης, να δανειστούν την ταινία Ριφιφί και να διαλέξουν από ένα χρώμα για ψευδώνυμο, αποδίδοντας έτσι φόρο τιμής στο αγαπημένο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ταραντίνο. Με διακριτική χιουμοριστική διάθεση, και κεκαλυμμένη ειρωνεία ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει αυτό τον ερασιτεχνισμό των ηρώων του. Προσέχει όμως να μην απομακρυνθεί από το δραματικό άξονα των γεγονότων, για να μην καταλήξει η ταινία φάρσα και οι ήρωες καρικατούρες.

Επιλέγει ωστόσο στο φινάλε του, να εστιάσει στην ιδέα των επιλογών που είναι ικανές να αλλάξουν τα πάντα, πέφτοντας δυστυχώς έτσι στην παγίδα ενός παντελώς περιττού μελοδραματισμού. Καταφεύγει σε μια μάλλον υπερβολική συναισθηματική φόρτιση και βαριά ατμόσφαιρα, η οποία δεν έχει τα απαραίτητα θεμέλια στη δράση. Πετυχαίνει πάντως, μια κατά τ' άλλα ισορροπημένη ταινία, στην κορύφωση της, με ένα τρυφερό τραγούδι και επιβραδύνοντας κάπως το ρυθμό της, να αποδώσει΄στους ήρωες της, τη συμπάθεια και ευαισθησία που τους άξιζε.

Σε τελική ανάλυση το American Animals, δεν δίνει έμφαση στο νεαρό της ηλικίας των πρωταγωνιστών του. Ούτε πάρτυ, ούτε κορίτσια, ούτε καυγάδες, ούτε ποτά ή ναρκωτικά, ούτε χρώματα, ούτε μουσικές, δεν παρουσιάζονται στην οθόνη. Δεν τόλμησε έτσι να αγκαλιάσει όχι βέβαια ιδεολογικά, αλλά αισθητικά, την πράξη των ηρώων, που δεν ήταν τελικά παρά μια πράξη αναρχίας και μηδενισμού. Καλώς ή κακώς, ίσως από κάποια ακαδημαϊκή μετριοπάθεια και υποταγή στην πολιτική ορθότητα των ημερών, επιλέγει τη θλιβερή οδό της λογικής, της υπερανάλυσης, του φόβου και του διδακτισμού. Αν απάλλαξε όμως έτσι τις πράξεις τους, από το ρομαντισμό και τη νεανική ορμή τους, τίποτα δε μπορεί να τις απαλλάξει από τη θλιβερή τους αλήθεια.

Γιατί δεν ήταν το κέρδος, αυτό που γοήτευσε τους νεαρούς ληστές, δεν το έκαναν από απληστία ή από ανάγκη, δεν ήθελαν να εντυπωσιάσουν κάποια κοπέλα, ούτε να σώσουν το σπίτι της γιαγιάς τους από κάποια υποθήκη. Ζητούσαν απλά μια απελπισμένη απόδειξη, ότι η ζωή μπορεί να επιφυλάσσει κάτι παραπάνω από μια ανιαρή αδιάκοπη ρουτίνα και απανωτές, αναμενόμενες απογοητεύσεις, γιατί ήταν στην ηλικία που μόλις είχαν αρχίσει να ψιλιάζονται, ότι πράγματι, αυτό είναι όλο.

Η ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στο θερινό κινηματογράφο Πυλαία.


Related stories

Υπερδιπλάσια η έκταση που θα απαλλοτριωθεί στο Σέιχ Σου για το Flyover

Τροποποιητική μελέτη από το ΥΠΕΝ Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας...

Είναι οι “Στενές επαφές με τον Διάβολο” το θρίλερ της χρονιάς;

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Η ταινία “Στενές επαφές με τον...

Θεσσαλονίκη: Πρωινή επίσκεψη από δελφίνια στον Θερμαϊκό

Μια ευχάριστη έκπληξη περίμενε όλους όσοι βρέθηκαν το πρωί...