Αναχωρήσεις. Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο πάνω από ένα κείμενο, μέχρι και οι λέξεις μοιάζουνε να φεύγουν. Τα δάχτυλα πυροβολούν τα πλήκτρα κι απ’ την οθόνη τα γράμματα σ’ αποχαιρετούν. Ή σου γυρίζουν την πλάτη.
Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο μέσα σ’ ένα κρεβάτι, ξυπνάς ερήμην σου έρημος. Ξυπνάς από το κρύο, τη λάθος κουβέρτα ή το κλείσιμο της πόρτας του ονείρου. Προσπαθείς να ακούσεις τα βήματα που αναχώρησαν. Να μυρίσεις την απόφαση ή την αμφιβολία τους. Πού δίστασαν, πού σιγουρεύτηκαν, πού ήσουν εσύ εκείνη την ώρα;
Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο πάνω σ’ ένα τοίχο, τρεις περαστικοί θα σταματήσουν. Ο ένας θα κουνήσει αποδοκιμαστικά και λίγο μπερδεμένα το κεφάλι του, ο άλλος θα βάλει στα γράμματα μουστάκια και γυαλιά, ο τρίτος ίσως συμπληρώσει από κάτω:
Η ΠΤΙΣΙ 2012 ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΙΣΟ ΕΧΕΙ ΚΑΘΙΣΤΕΡΙΣΙ
Στο αεροδρόμιο πάντως, ουρά στις αναχωρήσεις. Η κυρία Σιγουριά με τα μπαγκάζια της, η δεσποινίς Βεβαιότητα, οι γεροντοκόρες αδερφές Επιμονή και Υπομονή, η γριά Ψυχραιμία, η μικρή Ελπίδα. Γυναίκες όλες. Όπως και αυτές που έμειναν πίσω: Αγανάκτηση, Θλίψη, Μιζέρια, Εγκατάλειψη, Κατάληψη, Απεργία, Ματαιότητα. Πού είναι οι άντρες ρε παιδιά; Προσπαθείς να ακούσεις τα βήματα που αναχώρησαν. Να μυρίσεις την απόφαση ή την αμφιβολία τους. Πού δίστασαν, πού σιγουρεύτηκαν, πού ήσουν εσύ εκείνη την ώρα;
Αναχώρησε ο μισός πρώτος όροφος, ο μισός δεύτερος, όλος ο τέταρτος, ο μισός πέμπτος. Αναχώρησε η ταράτσα και το σχέδιο να τη φτιάξουμε μποστάνι. Κι ο κάδος ανακύκλωσης μπροστά στο σπίτι. Αυτός πήγε λίγο παραπέρα, έτοιμος να καταβροχθίσει το μπουκάλι που αναχώρησε, την κονσέρβα, την όμορφη νύχτα, τα λόγια.
Αναχωρούν τα λόγια. Μπλέκονται για λίγο στο στόμα, πιάνονται με νύχια και με δόντια, από τα δόντια, να μην φύγουν να μην πουν κάτι που δεν πρέπει- ξανασκέψου το- τσιρίζουν και με μια εκπνοή έγιναν κιόλας παρελθόν. Κι εκείνα τα σωστά που βγήκαν εύκολα ποιος τα θυμάται, ποιος αιχμαλωτίζει τη στιγμή μην τύχει και του φύγει.
Αναχωρήσεις. Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο σε μια ταμπέλα πάνω από ένα γραφείο, θα ‘πρεπε να χεις καταλάβει πως είναι τελετών. Ο διαφημιστικός αναπτήρας του θα γράφει «Το κάπνισμα μας φέρνει πιο κοντά», θα γελάσεις –δεν μπορεί- κι ίσως για λίγο αργήσεις να καπνίσεις. Θ’ αναχωρήσεις γρήγορα, δεν αντέχεις θανατίλα… σε περιμένει άλλωστε έξω η ζωή.
Τι κάνεις για να σταματήσεις μια αναχώρηση; Με πόση απόγνωση μπορείς να τη φωνάξεις πίσω; Σηκώνω το χέρι ψηλά μα… άθελά μου αποχαιρετώ. Ακόμα και την αντίστασή μου να τη φωνάξω πίσω. Μπορεί απλώς να ‘χω μείνει με το χέρι μετέωρο γιατί θέλω να πω το μάθημα. Το ξέρω άλλωστε καλά. Αναχωρώ, αναΧΩΡΙΣ… και πάμε πάλι.
*Αν βάλεις αυτόν τον τίτλο μες το DVD player σε υποδέχεται μια υπέροχη ταινία του Γιοτζίρο Τακίτα- φρόντισε να μην σε πάρει ο ύπνος, είναι ένας ύμνος στον έρωτα και στη ζωή.