Γράφει ο Απόστολος Ζιώγας
αφιερωμένο σε κείνη την κοκέτα…
Ήταν αρχές του φθινοπώρου, όταν η κυρία Ζωζώ επέστρεφε στην Αίγινα ύστερα από επίσκεψη στον ένα της γιο, τον Ιάκωβο˙ οδοντοτεχνίτης ο ίδιος, βίωνε την οικονομική κρίση να ταλανίζει και τον δικό του τομέα. Μάλλον είχε στριμωχτεί αρκετά εξαιτίας ενός υψηλού δανείου που ᾿χε πάρει, προκειμένου να αποκτήσει δικό του χώρο εργασίας που λειτουργούσε μαζί κι ως κατοικία, στο κέντρο του Πειραιά. Έτσι, μήνα παρά μήνα, του ᾿φερνε η μάνα του ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό ώστε να τα βγάζει πέρα δίχως άγχος˙ άλλωστε, ήταν και καλή αφορμή για να βλέπει τον γιό της, που τα τελευταία χρόνια μόνο δια τηλεφώνου τον απολάμβανε. Ο άλλος της γιος, ο Νικόλας, ο οποίος είχε από καιρό μεταναστεύσει στο Οντάριο του Καναδά ως μηχανικός αεροσκαφών, επικοινωνούσε μαζί της δι᾿ αλληλογραφίας μια φορά το εξάμηνο. Σε κείνη την επιστροφή λοιπόν, με το δρομολόγιο των 4 μμ. του πλοίου Ποσειδών, η κυρία Ζωζώ λαμποκοπούσε από ευτυχία καθώς ήταν καθισμένη στο σαλόνι με τους καναπέδες , κρατώντας στο χέρι της –σφραγιστό –το πακετάκι με τα άφιλτρα Γκολουάζ. Φορούσε ένα μπορντώ συνολάκι φούστα-ταγέρ, το μαλλί πάντα φτιαγμένο στην τρίχα και ελαφρώς βαμμένο σε χρώμα πλατινέ ξανθό, τα πόδια σταυροπόδι, ενώ όλο της πρόσωπο, αν και εμφανώς τσουπωτό, εξέπεμπε μια άφατη ικανοποίηση – σημειωτέον, τα χείλη της δεν ήταν έντονα βαμμένα μωβ όπως άλλες φορές, πιθανόν είχε λησμονήσει να πάει να φρεσκαριστεί στο μπάνιο. Αιτία της ουρανοκατέβατης χαράς που βίωνε υπήρξε μια συνάντηση που είχε κάτω στο λιμάνι του Πειραιά, λίγα λεπτά πριν αναχωρήσει με το Ποσειδών ˙ εντελώς τυχαία, εντελώς απροσδόκητα, είχε βρει έναν παλιό της συμμαθητή από την εποχή που πήγαινε στο 4ο Γυμνάσιο Πειραιά, τον Γιαννάκη.
Τότες, στα χρόνια του σχολείου ο Γιαννάκης ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, όλη η τάξη το ήξερε, ή καλύτερα, όλο το Γυμνάσιο. Η Ζωζώ όμως του κάνε νάζια, πολλά και ασταμάτητα, με αποτέλεσμα ποτέ τους να μη γίνουν ζευγάρι. Τα χρόνια κύλησαν γοργά, κι οι δυο τους έκαναν γάμο, εκείνη πήρε τον Σταύρο, έναν έμπορο φιστικιών από Αίγινα, εκείνος πήρε τη Ματούλα, μια δασκάλα αρκετά ώριμη ηλικιακά από Θεσσαλονίκη. Μεταξύ τους είχαν βέβαια χάσει κάθε επικοινωνία, από τη μια, ο Γιαννάκης βρέθηκε να ζει στη συμπρωτεύουσα με τη Ματούλα, εργαζόμενος ως οδηγός υπεραστικών λεωφορείων του Κτελ δίχως να αποκτήσει ποτέ παιδιά, από την άλλη, η Ζωζώ μεγάλωνε δυο πολύ ζωηρά αγόρια στην Αίγινα. Ώσπου, κατέληξαν να χηρέψουν ταυτόχρονα κι οι δυο τους, μόλις δυο χρόνια πριν, έχοντας αγγίξει την ηλικία των 78 ετών. Δεν πρόλαβαν να πούνε και πολλά στη σύντομη επαφή τους, παρά μόνο να αγκαλιαστούν για κανένα τέταρτο, πριν ανταλλάξουν αριθμό τηλεφώνου ώστε να μην ξαναχαθούν.
Θυμόταν η Ζωζώ πόσο πολύ ερωτευμένος ήταν μαζί της αυτός, αλλά και κείνη ήταν τσιμπημένη μαζί του κι ας μην το είχε εκφράσει ποτέ, ήταν το τουπέ ύφος της που την εγκλώβιζε. Άραγε, αναρωτιόταν η Ζωζώ, θα έχει κάτι απομείνει από το παλιό ερωτικό αίσθημα; Η απάντηση δεν άργησε να δοθεί, μια και από την επομένη αρχίσανε να τηλεφωνούν ο ένας στον άλλον, μάλιστα οι συνομιλίες τους απέκτησαν ρυθμό και μπρίο πολύ σύντομα. Οι κουβέντες τους χοροπηδούσανε μεταξύ δυο πόλων, από το παρελθόν στο παρόν, κι αντίστροφα. Λέγανε ό,τι θυμότανε ο καθένας από τα παλιά για τον άλλον, αλλά έκαναν λόγο και για όσα αφορούσαν το παρόν του καθενός˙ μονάχα για την μετάβαση από τα παλιά στο τώρα αρνιόντουσαν να εξομολογηθούν, μια άρνηση αριστοτεχνική, σαν να φοβόντουσαν μήπως αμαυρώσουν τον ξάστερο ουρανό συναισθημάτων που πρόκειται σιγά σιγά να φανερωθεί. Πράγματι, στις μέρες που ακολούθησαν οι κουβέντες που αντάλλαζαν είχαν όχι μόνο ένα γλυκό τόνο μα και παιχνιδιάρικο, θα μπορούσε να πει κανείς:
-Ζωζώ: Θυμάσαι τότε στον χριστουγεννιάτικο χορό του Μουσικού Συλλόγου Γυμνασίου; Που ναί μεν με είχες προσκαλέσει, ωστόσο σ ᾿ είχαν πιάσει κάτι ντροπές, μάνα μου, πω πω πω Παναγίτσα μου, μου ᾿χες γίνει κατακόκκινος σαν παντζάρι, και ούτε μια φορά δεν με χόρεψες!
-Γιαννάκης: Εμ, γίνεται να το ξεχάσω θαρρείς, κούκλα μου; Για δεκαετίες το φύσαγα και δεν κρύωνε, αχ αχ αχ! Τι σου είναι η ρουφιάνα η καρδιά! Ήσουν όμως και συ Ζουζού μου δυσκολούλα, μου ᾿βγαζες το λάδι με μαεστρία. Κάποιες φορές, μου έριχνες κάτι ματιές όλο νάζι, μμμμ, μπαρούτι γινόμουν από πόθο, μα άλλες φορές ούτε καν με πρόσεχες, κι εγώ ο καημενούλης έβραζα σαν κάστανο.
-Ζωζώ: Άντε μωρέ, κατακαημένο κοντό, που μου γινόσουν και κάρβουνο για χάρη μου! Υπερβολές, υπερβολές … Αλλά γουστάρω γαμώτο, γουστάρω να μου τα λες αυτά, ναί Γιαννάκη μου, πες μου κι άλλα, αχ ναί!!
Η καλή μας η Ζωζώ είχε ξαναβρεί μια πελώρια όρεξη για ζωή. Δεν μπορούσε να την κρύψει, ήταν τόση η χαρά της που, καθημερινά σχεδόν, τηλεφωνούσε ή καλούσε το Μαράκι, την 50χρονη γειτόνισσα που λάτρευε σαν κόρη της για να της λέει όλο την ίδια φράση: Μου τηλεφωνεί όχι μια, αλλά δυο φορές την ημέρα! Αν και μόνη της μέσα σε μια μεγάλη αρχοντική μονοκατοικία, η Ζωζώ τώρα πια έσφυζε από παλμό ζωής, με αποτέλεσμα να βάφεται και να στολίζεται κάθε μέρα, βάζοντας μέχρι και δισκάκια βαλς στο πικάπ να παίζουν στη διαπασών!
Ώσπου ένα απόγευμα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ξεφούρνισε στο κοκκινομάλλικο Μαράκι το μεγάλο νέο: ο Γιαννάκης θα ερχόταν σπίτι της για τις γιορτές, κάτι που είχαν συζητήσει αρκετές φορές τελευταία. Μάλιστα, στο τελευταίο τηλεφώνημα του Γιαννάκη, η Ζωζώ άργησε να απαντήσει διότι καθάριζε το τζάκι κι ήθελε κανένα τέταρτο μέχρι να πλύνει τις στάχτες από τα χέρια της.
Μόλις όμως εξήγησε στον καλό της τον λόγο της καθυστέρησης, εκείνος με άνεση και σπιρτάδα την αποκάλεσε Σταχτοζουζού μου! Επόμενο ήταν να μεταδοθεί ο ενθουσιασμός και στο Μαράκι, που έσπευσε να αγκαλιάσει θερμά την τραγανοκοκέτα Ζωζώ, μετά την ανακοίνωση του ερχομού του αμόρε της. Αυτό το νέο σκόρπισε χαμόγελα παντού, καθώς και μια γλυκιά αγωνία. Καιρός πολύς είχε περάσει από τότε που ᾿χε φιλοξενήσει κάποιο καλοκαίρι μια ξαδέρφη της από το Γιοχάνεσμπουργκ . Το Μαράκι ανυπομονούσε όχι μόνο να γνωρίσει τον αγαπητικό της Ζωζώς, αλλά και να τον φιλέψει με τις υπέροχες λιχουδιές της, για τις οποίες ήταν πασίγνωστη σε όλο το νησί. Γοργά λοιπόν, δίχως να χρονοτριβούνε, άρχισαν να ετοιμάζονται οι δυο γυναίκες για την μεγάλη άφιξη, παραμονή Χριστουγέννων.
Κι όντως, ο εκ Θεσσαλονίκης αγαπημένος της Ζωζώς κατέφθασε στο νησί, με δελφίνι παρακαλώ, αφού βιάζονταν ο μορφονιός να δει την καλή του, και με καθοδηγητή το Μαράκι επί βέσπας, σε λίγα λεπτά βρισκότανε στο αρχοντικό όπου η Ζωζώ τον περίμενε με λαχτάρα στην είσοδο. Επρόκειτο για μοναδική στιγμή, αφού μέσα στο καταχείμωνο έβλεπες να ανθίζουν άνθη και καρδιές επί τόπου μπροστά σου – κι ύστερα σου λένε ότι μόνο το Πάσχα γίνονται θαύματα! Τις μέρες που ακολούθησαν, μέρες εορταστικές κι άγιες, το αρχοντικό της Ζωζώς έδειχνε για σπίτι ακατοίκητο. Δεν αναβόσβηνε το στολισμένο καράβι στην επάνω κρεβατοκάμαρα, ούτε από την καπνοδόχο του τζακιού έβγαινε καπνός ολημερίς και οληνυχτίς, όπως συνέβαινε πριν τον ερχομό του Γιαννάκη. Το Μαράκι πάντως τήρησε την μέγιστη διακριτικότητα που είχε υποσχεθεί στην Ζωζώ, έτσι το μυστήριο της σιωπής συνεχίστηκε σε όλο το δωδεκαήμερο των εορτών. Κάποια πρωινά όταν έβγαζε τα σκουπίδια έξω ή όταν έπεφτε σούρουπο, κοίταζε με επιμονή μπας και φαινόταν καμιά φιγούρα της Ζωζώς ή του Γιαννάκη ώστε να τους χαιρετήσει, αλλά δυστυχώς δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Ούτε τα βαλς στη διαπασών δεν ακουγόντουσαν πια, κι αυτό ήταν κάτι που είχε αρχίσει να προκαλεί μια ελαφρά ανησυχία στο Μαράκι, η αλήθεια να λέγεται.
Ημέρα των Φώτων, το Μαράκι ετοιμαζόταν να φτιάξει πρωινό καφεδάκι, δεν είχε προλάβει να ρίξει μια κλεφτή ματιά προς την ερωτοχτυπημένη οικία της Ζουζούς. Ο καιρός πεντακάθαρος, ξάστερος, μα παγωμένος, υπό το μηδέν θα ήταν η θερμοκρασία. Στο λιμάνι θα τελούνταν όπου να ᾿ναι η τελετή καθαγιασμού των υδάτων, θα βουτούσαν και για τον σταυρό, τα καθιερωμένα της ημέρας δηλαδή. Μετά από ώρες, κι ενώ το Μαράκι μετάνιωσε που δεν είχε φροντίσει να φορέσει τα καλά της για να βγει στην τελετή, φρόντισε να ρίξει το βλέμμα της προς τη μεριά της Ζωζώς: το στολισμένο καράβι αναβόσβηνε, περιμετρικά η αυλή ήταν γιορτινά στολισμένη με γκι, το σιντριβανάκι στη μέση της αυλής λειτουργούσε μετά από δεκαετία, κι από την καπνοδόχο έβγαινε παχύς λευκός καπνός. Αμέσως τηλεφώνησε, αλλά αντί να το σηκώσει η Ζωζώ, της απάντησε ένας τηλεφωνητής όπου έπαιζε το Άγια Νύχτα! Βγήκε προς τα έξω μπας και την φώναζε, μα το Μαράκι κοντοστάθηκε με δέος όταν από το βάθος του δρόμου αντίκρισε ένα ζευγάρι να πλησιάζει στο διπλανό αρχοντικό: η Ζωζώ κι ο Γιαννάκης, νέοι πια και οι δυο, γύρω στα 28, πιασμένοι χεράκι-χεράκι, εκείνος με σγουρό καστανό μαλλί και γεροδεμένος, φορούσε ζακέτα πράσινη και ένα κοτλέ παντελόνι σε χρώμα γκρι˙ εκείνη ντυμένη στα λευκά μ᾿ένα πλεκτό μπλουζοφόρεμα, στο κεφάλι της είχε ένα σκουφάκι κίτρινο με φούντα εκρού, ενώ το πρόσωπό της ακτινοβολούσε φρεσκάδα αφκιασίδωτη. Και των δυο τους το χαμόγελο σε αγκάλιαζε πλατιά φαρδιά σαν δυο πελώρια μακρουλά χέρια που διψούν για αγκαλιά! Την ίδια στιγμή, κι ενόσω ακουγόταν η τελετή αγιασμού των υδάτων, το Μαράκι απόλυτα συνεπαρμένο σιγοψιθύριζε μαζί με το ραδιοφωνάκι στον πάγκο της κουζίνας: Σήμερον τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ[1] .
[1] Από την ευχή του αγίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων