Για να διαβάζετε τώρα αυτές τις γραμμές, θα πει μάλλον ότι είστε σε μία χαλαρή, γιορτινή – ωστόσο αμφίθυμη ίσως – διάθεση. Θα ήθελα να σας φαντάζομαι να πίνετε τον καφέ ή το τσάι σας και με το άλλο χέρι να δαγκώνετε μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Έτσι διαβάζεται καλύτερα αυτό το άρθρο, ένα εντελώς αυτοαναφορικό κείμενο για τα Χριστούγεννά μου. Κι αν νομίζετε ότι αστειεύομαι, ιδού μια γεύση από το ημερολόγιο μου γραμμένο για τα πρώτα Χριστούγεννα που θα ανατρέξω:
1999: χθες βράδυ ζωγράφιζα κι η μαμά μου λέει «δες τα χιόνια» και της λέω «τι να τα κάνω τα χιόνια στην τηλεόραση, εγώ θέλω αληθινά χιόνια». Το πρωί όταν με ξύπνησε μου λέει «χιόνισε, το έχει στρώσει». Εγώ νόμιζα ότι μου λέει ψέματα και δεν πήγα να δω. Αλλά μετά από λίγο πήγα και όντως χιόνισε. Έτσι σήμερα δεν θα πάμε σχολείο γιατί έχει πολύ χιόνι.
Έχετε δει παιδί να μην χαίρεται που δεν θα πάει σχολείο; Ναι φυσικά, αν ήταν να φορέσει την καινούρια blue black βελούδινη φόρμα του και να πει το ποίημα της Παναγίας στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή. Κατάθλιψη η μικρή Ιωάννα με το χιόνι τελικά. Δεν μάσησε όμως. «Μπορείς να πεις το ποίημά σου σ' εμάς». Την πάτησαν! Από τότε και για μερικά χρόνια, όπως γινόταν στο σχολείο η γιορτή, πακέτο την αναπαριστούσα και στο σαλόνι – με τη βοήθεια των παιχνιδιών μου – το μεσημέρι των Χριστουγέννων. Έλεγα τα ποιήματα όλων των παιδιών, όλα τα τραγούδια, έπαιζα την «Άγια Νύχτα» στη μελόντικα και τους ανάγκαζα να με παρακολουθούν.
Οι μόνοι τυχεροί που τη γλίτωσαν ήταν τα ξαδέρφια μου, ο Τ. κι η Κ., που ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα ως τότε, που τα γιορτάσαμε ξεχωριστά. Τις άλλες χρονιές μαζευόμασταν σπίτι, παίζαμε (ή παλεύαμε) στο δωμάτιο, τρώγαμε σε ξεχωριστό τραπέζι απ' τους «μεγάλους» και μετά χορεύαμε. Πάντα. Εκείνη την χρονιά τα ξαδέρφια μου πήγαν οικογενειακώς ταξίδι στην Αυστραλία και για εμένα αυτό ήταν ένα εμβάπτισμα στην ενήλικη ζωή. Πρώτη φορά κάθησα με τους μεγάλους, δεν είχα κάποιον να κάνω χαζομάρες αλλά στο τέλος, κέρδισα το ότι ο αδερφός μου κάθησε να παίξει μαζί μου ένα παιχνίδι υπερατού με ποδοσφαιριστές.
2005: Α' γυμνασίου, τελευταία μέρα πριν κλείσουν τα σχολεία και στη γιορτή ο Δ, από άλλο τμήμα σου λέει ότι του αρέσεις. Δύο εβδομάδες κλειστά τα σχολεία, χωρίς κινητό και social media ακόμη τότε κι εσύ να παίζεις συνέχεια στο μυαλό σου αυτή τη σκηνή που στο λέει και ν' αναρωτιέσαι: με σκέφτεται τώρα; εμένα μου αρέσει; αχ, πώς θα είναι όταν ανοίξουν τα σχολεία και συναντηθούμε; (Θα σου πω εγώ: αμήχανα και ντροπαλά).
2012: Παραμονή Χριστουγέννων στη Bologna και περιμένω στον σταθμό του τρένου τους γονείς μου και τον αδερφό μου να έρθουν για γιορτές. Ένα αυτοκίνητο περιμένει μπροστά από εκεί που στέκομαι. Ο άνθρωπος που περιμένει το αμάξι φτάνει πριν τους δικούς μου. Ανταλλάσσουμε ένα φευγαλέο βλέμμα και μετά κολλάω: «μα πού τον ξέρω;». Λίγο αργότερα, την ώρα που σερβίριζα το επιδόρπιο στους δικούς μου (terrina di cioccolato e mascarpone απ' τα χεράκια μου) το βρήκα! Ήταν ο Umberto Eco!
Την άλλη μέρα σε μια – σχεδόν άδεια πόλη – φάγαμε σε μια trattoria (εγώ έμεινα νηστική γιατί γι' ακόμη μια φορά στην προσπάθειά μου να δοκιμάσω κάτι νέο, μια νέα γεύση, κατέληξα να παραγγείλω κάτι που δεν μου ταίριαζε καθόλου. Ας είναι. Τώρα ξέρω ότι δεν το τρώω.) Την trattoria τη θυμάμαι, όμως, με αγάπη και τη θυμάμαι μάλιστα κάθε Χριστούγεννα από τότε, γιατί δίπλα σε κάθε σερβίτσιο μάς είχαν δώρο ένα χαριτωμένο στολίδι – έλατο.
2018: Πρώτη χρονιά που δεν κάνουμε Χριστούγεννα με τη γιαγιά – με την αδυναμία μου. Είναι, με καλπάζουσα αγγειακή άνοια σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων. Ανήμερα Χριστούγεννα την επισκέπτεσαι. Δεν σε βλέπει, δεν είσαι σίγουρη αν καταλαβαίνει ποια είσαι. Βγάζετε την τελευταία σας κοινή φωτογραφία, δεν είναι η δυναμική γιαγιά που ξέρεις, μοιάζει με μωρό. Αργότερα θα κερδίσει το φλουρί, αλλά δεν θα βγάλει τη χρονιά. Κάτι ήξερε που στο σπίτι ποτέ δεν ήθελε να το τυχαίνει – «τη σκαπουλάραμε και φέτος» έλεγε.
Ανάμεσα στα Χριστούγεννα αυτά, μού 'ρχονται στο μυαλό και άλλες μνήμες σκόρπιες, που έχουν να κάνουν κυρίως με τον Άγιο Βασίλη και τα δώρα του.
τότε που ο Άη – Βασίλης μου άφησε ένα σημείωμα στην καμινάδα ενός κηροπήγιου/σπιτιού και μου 'γραφε «Συγγνώμη Ιωάννα, δεν πρόλαβα να σου πάρω φέτος δώρο, του χρόνου»
τότε που λέγαμε τα κάλαντα με την αδερφή μου και τις φίλες της και με βάζανε μπροστά μπροστά γιατί ήμουν η μικρή, η «μασκότ», αλλά στο τέλος στη μοιρασιά έμεναν σ' εμένα μόνο τα μανταρίνια και τα σοκολατάκια που μας κερνούσαν
τότε που έφτιαχνα χριστουγεννιάτικες χειροποίητες κάρτες (ξεκινώντας από τον Οκτώβριο να τις ζωγραφίζω) και κατέβαινα στο κέντρο της πόλης ή στη λαϊκή αγορά τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και τις μοίραζα σ' άγνωστο κόσμο
τότε που η μαμά μου ήρθε στο σπίτι παραμονή Χριστουγέννων με μια τεράστια σακούλα με την «κουζίνα της Barbie» και μου είπε: «με σταμάτησε έξω από τον
Αρώνη [σ.σ. παλιό γνωστό παιχνιδάδικο στο κέντρο της Θες/νίκης] ο Άη Βασίλης και με ρώτησε αν είμαι η μαμά της Ιωάννας κι εγώ του είπα ναι, και μετά μου έδωσε αυτό να σου δώσω γιατί είσαι πολύ καλό κορίτσι, είπε.»
τότε που ψωνίζαμε με τη μαμά δώρα παιχνίδια για άλλα παιδιά, και μας πλησίασε ένας κύριος και μας είπε ότι εκείνη την ώρα διάλεγε χριστουγεννιάτικο δώρο για την εγγονή του να της το στείλει στην Κρήτη ως δέμα κι επειδή της μοιάζω επέμενε να μου πάρει ό, τι παιχνίδι ήθελα
τότε που ντρεπόμουν ν' ανοίξω εγώ την πόρτα για τα κάλαντα (τώρα τρέχω, αλλά δεν έχει κάλαντα!)
τότε….τότε…τότε…
Και πόσες άλλες αναμνήσεις. Σαν το
Christmas Carol πάει να γίνει αυτό το κείμενο. Τα Περασμένα Χριστούγεννα, τα Τωρινά Χριστούγεννα… Το καλό και το κακό είναι ότι ποτέ δεν ξέρουμε πού με ποιους και πώς θα μας βρούνε τα Μελλοντικά. Μέχρι τότε όμως, χρόνια πολλά, καλές γιορτές!