Απόσπασμα από το βιβλίο «Θεσσαλονίκη, όσα θυμάμαι», που περιλαμβάνει αναμνήσεις του συγγραφέα από την παιδική του ηλικία στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’30 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’40.
Στην πλατεία μας, περαστικός αυτός, ερχότανε κι ο λεμονατζής. […] Ήταν ένας Μικρασιάτης γεράκος που δρόσιζε τον κόσμο τα καλοκαίρια στις κάψες. Γυρνούσε φαίνεται όλη τη Θεσσαλονίκη, γιατί τον θυμόμουν να περνάει κι απ’ την παλιά μας γειτονιά στην Μπότσαρη και αργότερα τον βλέπαμε σχεδόν παντού: στην παραλία, στα Λαδάδικα, στο Βαρδάρι, ακόμα και στο Ντεπώ. Δεν τον είδα ποτέ στην Τσιμισκή γιατί, φαίνεται, το καταναλωτικό της κοινό ήταν ακατάλληλο να γευθεί την ανατολίτικη λεμονάδα του.
Είχε βράκα μικρασιάτικη με σελάχι. Στα πόδια φορούσε μυτερά γιεμενιά και στο κεφάλι είχε δεμένο ένα κίτρινο μαντίλι. Μια κάτασπρη ποδιά συμπλήρωνε το σύνολο. Η γραφική του φιγούρα της λαγγεμένης Ανατολής περνούσε απ’ τις γειτονιές και πότιζε λεμονάδα τον κόσμο, να ξεδιψάσει.
Την είχε μέσα σ’ ένα τεράστιο περίτεχνο μπρούτζινο δοχείο, σαν πύραυλο, περασμένο λοξά στην πλάτη του, μ’ ένα φαρδύ πέτσινο ζωνάρι, γεμάτο χάντρες και πλουμίδια. Έβγαζε με τσαλίμι το ένα και μοναδικό γυάλινο ποτήρι απ’ το σελάχι του, που ήταν η ποτηροθήκη του καταστήματος. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα αράπικο δοχείο, σαν μεγάλο τσαερό, γεμάτο νερό. Έχυνε λίγο νεράκι στο ποτήρι, το ταρακουνούσε να ξεπλυθεί κι διαγράφοντας με μαεστρία ένα ζωηρό ημικύκλιο, το ’χυνε στη σκόνη του δρόμου. Τώρα ήταν σίγουρο: θα πιεις σε καθαρό ποτήρι. Με μια αναγκαστική βαθιά υπόκλιση γέμιζε το ποτήρι με λεμονάδα, γιατί έτσι μόνο χυνόταν η λεμονάδα απ’ το δοχείο της πλάτης του και σου πρόσφερε το κρύο ποτό κρατώντας το στο αριστερό του χέρι, με το μικρό δαχτυλάκι στον αέρα. Σε περίμενε χαμογελαστός να κατεβάσεις τη λεμονάδα, να ευφρανθεί η ψυχή σου και σου ’λεγε: «Στην υγειά σου, πασάκα μου». Έπαιρνε το άδειο ποτήρι , το έχωνε στη θηκούλα του σελαχιού κι ελευθέρωνε το χέρι να εισπράξει τη δραχμούλα. Αυτό ήταν όλο. «Λεμονάδα μπούζι-μπούζι», φώναζε τραγουδιστά και ξεμάκραινε ο λεμονατζής μας γι’ άλλες γειτονιές, να πάει να τις δροσίσει.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΖΗΣΙΑΔΗΣ, Θεσσαλονίκη, όσα θυμάμαι, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991.