γράφει η Κωνσταντίνα Μανίκα
Η πολυαναμενόμενη μίνι σειρά μυστηρίου-τρόμου του Mike Flanagan, βασισμένη σε έργα του Edgar Allan Poe, πλέκει μια πολυσύνθετη αφήγηση που καταφέρνει να ενσωματώσει, με αρκετά οργανικό και ευφάνταστα εφευρετικό τρόπο, στοιχεία από διάφορα έργα του λογοτέχνη. Για τον μη μυημένο τόσο σε Poe όσο και σε Flanagan, αυτό το pastiche μπορεί σε σημεία να διαταράξει το suspension of disbelief (την καταβύθιση στην ιστορία που προέρχεται από την άρση της δυσπιστίας και την αποδοχή των συμβάσεων της φόρμας και του είδους). Αυτό όμως δεν φαίνεται να ανησυχεί τον Flanagan που άλλωστε έχει ήδη καθιερώσει τον εαυτό του ως auteur, μέσα από τα μοτίβα και τις θεματικές που επανέρχονται στα προτζεκτ του, τις σταθερές συνεργασίες με ηθοποιούς που συμβάλουν στην σύνθεση μιας οπτικής και αισθητικής ταυτότητας καθώς και την ατμοσφαιρκή του σκηνοθεσία. Για όλα τα παραπάνω και όχι μόνο, ο Flanagan, έχει αναπτύξει ένα fan base, που σε συνδυασμό με την δυνατή παρακαταθήκη του Poe, δημιούργησε ένα hype προσμονής από τους λάτρεις του τρόμου και του φανταστικού για την σειρά. Προσμονή, για να μην πω δίψα, που σε μεγάλο βαθμό χτίστηκε πάνω στην περιέργια των φαν για το πως ακριβώς και αν θα μπορούσε να λειτουργήσει μια τέτοια σύνθεση ετερόκλιτων αφηγηματικών στοιχείων. Ειδικά μετά την απογοήτευση που ακολούθησε την ανεπτυχή, μάλλον χαώδη, τουλάχιστον σε σεναριακό επίπεδο, απόπειρα του The Raven (2012) -κι ας είχε υποσχόμενες προδιαγραφές με τον James McTeigue (V for Vendetta) στην καρέκλα του σκηνοθέτη.
Πίσω στο θέμα μας όμως. Στα 8 επεισόδια της σειράς, λοιπόν, διατηρώντας την αισθητική του μυστηρίου και του παράδοξου, με τόνους ρομαντισμού (στην υποπλοκή της Anabel Lee), ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος, αποτίει φόρο τιμής στον πατέρα της λογοτεχνίας του Φανταστικού μαρτυρώντας τις επιρροές του. Επιρροές που δεν μας εκπλήσουν αλλά έρχονται μάλλον να επιβεβαιώσουν και να συμπληρώσουν την ταυτότητα του δημιουργού όπως την έχει αποτυπώσει στις προηγούμενες σειρές του (The Haunting of Bly Manor, The Haunting of Hill House, Midnight Mass, The Midnight Club), αλλά και στην γενικότερη φιλμογραφία του, που διαχέεται από το μυστηριακό και το απόκοσμο. Ο Flanagan για άλλη μια φορά αποδεικνεύει την μαεστρία του στο είδος, σε σεναριακό και σκηνοθετικό επίπεδο, διατηρώντας ένα σερί -με εξαίρεση το χαοτικό και κάπως άνευρο συγκριτικά Midnight Club. Μένοντας πιστός στα μοτίβα και τις φόρμες του είδους του μυστηρίου-τρόμου, δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα και μια σφιχτοδεμένη αφήγηση. Η σειρά στην πραγματικότητα δεν αποτελεί μια διασκευή αλλά μια ολοκληρωμένη και αυτόνομη ιστορία με δραματουργικές και θεματικές επιρροές από τον Poe, που σε σημεία λειτουργούν περισσότερο ως Easter eggs παρά ως δομικά συστατικά. Οι χαρακτήρες δεν είναι μονοδιάστατοι, ούτε υπάρχουν απλά για να εξυπηρετήσουν τις ανατροπές και την ατμόσφαιρα ή να θυσιαστούν στο αιματοκύλισμα για χάρη της ηδονοβλεπτικής μανίας για φρίκη και θάνατο. Αντιθέτως έχουν κίνητρα, ιδέες (όσο τοξικές κι αν είναι) και στην αφήγηση υπάρχει αιτιοκρατία και συνοχή.
Ανάμεσα σε ανακυκλώσεις, remake και reboot κλασικών και επιτυχημένων franchise με απογοητευτικά εώς και εξευτελιστικά αποτελέσματα (βλέπε Εξορκιστής Πιστός), ο Flanagan πετυχαίνει μια εκσυγχρόνση και αναγέννηση του κλασσικού τρόμου. Χαρακτηριστικά στοιχεία της εκσυγχρόνισης είναι η αυτοαναφορικότητα, η διακειμενικότητα και ο κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός. Ενδεικτικά το φιλμικό κείμενο συνομιλεί με το πολυκαιρισμένο είδος του οικογενειακού δράματος πλαισιομένου από το αφηγηματικό μοτίβο διαφθοράς και ηθικής κατάπτωσης μιας σύγχρονης επιχειρηματικής δυναστείας (The Sopranos, Yellowstone, Succession) παίρνοντας μια μεταφυσική στορφή. Η εξώφθαλμη αναφορά του oίκου των Usher στον οίκο των Sacler, ιδιωκτητών της φαρμακοβιομηχανίας υπεύθυνης σε μεγάλο βαθμό για την κρίση οπιούχων φαρμάκων στην Αμερική (που αποτυπώνεται και στο πρόσφατο Painkiller, της ίδιας πλατφόρμας), σε συνδυασμό με τις θεματικές του Poe, του εγωκεντρισμού και της ενοχής συνθέτουν το πορτραίτο μιας οικογένειας που συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία της σκοτεινής τριάδας: ναρκισισμός, μακιαβελισμός, ψυχοπάθεια, χαρακτηριστικά του 1٪ της ταξικής πυραμίδας. Με την ευρηματικά αιματυρή κατάρρευση του οίκου των Usher, ο Flanagan συνθέτει ένα αντικαπιταλιστικό μανιφέστο τρόμου. Eνώ δεν λείπει και η δεικτική κριτική προς την απληστία των στούντιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Hollywood, σε ένα όχι και τόσο διακριτικό μα πάραυτα διασκεδαστικό κλείσιμο του ματιού -ή μάλλον ύψωμα γροθιάς- προς την πολύμηνη απεργία του συνδικάτου των σεναριογράφων.
Σας χάωσα; Απορείτε, πως γίνεται όλα αυτά τα στοιχεία να διαπλέκονται αρμονικά και οργανικά σε μια σειρά 8 επεισοδίων χωρίς να χάνει το ύφος και την φόρμα της; Εκεί έγκειται η ικανότητα του αφηγητή, να κατασκευάσει ένα αφηγηματικό σύμπαν αρκετά ενδιαφέρον για να παρασύρει τον θεατή και αρκετά συμπαγές για να τον κρατήσει. Και για εμένα ο Flanagan το πέτυχε, ξανά.
Με την σειρά να αποτελεί το κύκνειο άσμα του στην πλατφόρμα, καθώς η Amazon κατάφερε να κλείσει συνεργασία μαζί του λίγο πριν την λήξη του συμβολαίου του με το Netflix, ο Mike Flanagan αποχωρεί με διθυραμβικές κριτικές. Και πολύ πιθανόν να τραβήξει μαζί του και το φανατικό κοινό του, από μια πλατφόρμα που βρίθει σε ποσότητα υλικού αλλά χωλαίνει σε ποιότητα. Άλλωστε έχουν ήδη ανακοινωθεί τα επόμενα προτζεκτ του δημιουργού, πάντα στο είδος του τρόμου, δύο ταινίες και μία σειρά, τα δύο από τα οποία βασισμένα σε έργα του Stephen King. Αναμένουμε.