Ήταν η ομορφότερη στην
μικρή αυλή και τα περίφημα μακριά της
πόδια θα μαγνητίζαν λιμοκοντόρους μέσα
σε ακριβά αυτοκίνητα που έρχονταν να
την ζητήσουν από μίλια μακριά. Αυτή όμως
το βράδυ κρυφά από την γριά της θα άναβε
το ραδιόφωνο και θα χόρευε τουίστ, στην
αρχή φορώντας τις γόβες της και ύστερα
πετώντας τες στον αέρα. Θα χόρευε σαν
δαιμονισμένη ώσπου να πέσει στο κρεβάτι
ανασαίνοντας δυνατά για να σκεφτεί τον
αγαπημένο της με την κόκκινη βέσπα που
ήταν φτυστός ο Τζέημς Ντην όμως πιο
ψηλός…
Παντρεύτηκαν μέσα σε
ένα σύννεφο ρυζιού σπρώχνοντας ανάμεσα
από το πλήθος των συγγενών και των
περίεργων της γειτονιάς. Εκείνο το
πρώτο ζεστό βράδυ του Ιουνίου μπόρεσαν
επιτέλους να ολοκληρώσουν το πάθος τους
με το φεγγάρι να σηκώνει ψηλά μέχρι το
παράθυρο την μυρωδιά από το γιασεμί και
τα σαπουνόνερα της αυλής. Όχι πως δεν
είχαν κάνει τίποτα προτού παντρευτούν
όμως όλα ήταν βιαστικά και συνήθως μόνο
με το χέρι ο ένας μέσα στα ρούχα του
άλλου όταν παρακολουθούσαν εικόνες στο
σινεμά. Τώρα όμως μπορούσε να τον νιώθει
να μπαίνει μέσα της όσο εκείνη βύθιζε
τα δάχτυλα στην πλάτη του και άνοιγε το
στόμα της όπως στις ερωτικές σκηνές. Σε
μερικούς μήνες είχε φουσκώσει η κοιλιά
της. Και μέσα Μαρτίου σφάδαζε
στο δωμάτιο της δημόσιας κλινικής
γεννώντας τον Μιχάλη.
•
Την δεκαετία του
60 η ανατροφή ενός παιδιού ήταν σχεδόν
ταυτόσημη με την εξημέρωση ενός θηρίου
και οι εγκυκλοπαίδειες έβριθαν με
γνωματεύσεις για την σκοτεινή τους φύση. Τηρουμένων των αναλογιών λοιπόν
οι γονείς του ήταν οι καλύτεροι γονείς
που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί. Ο
πατέρας του ένα ταλαιπωρημένο γκαρσόνι
του κέντρου θα του πρόσφερε ακόμα και
πράγματα που δεν τα άντεχε η τσέπη του. Τίποτα δεν του στερούσαν και όταν με τον καιρό είδαν πως το παιδί
αυτό ήταν κάπως διαφορετικό από όλα τα
άλλα, όχι πως δεν ήταν έξυπνο ή υγιές, απλώς πως είχε μια
αφύσικα μεγάλη μύτη, δεν είπαν τίποτα
και βέβαια τον αγαπούσαν το ίδιο όπως
πριν.
60 η ανατροφή ενός παιδιού ήταν σχεδόν
ταυτόσημη με την εξημέρωση ενός θηρίου
και οι εγκυκλοπαίδειες έβριθαν με
γνωματεύσεις για την σκοτεινή τους φύση. Τηρουμένων των αναλογιών λοιπόν
οι γονείς του ήταν οι καλύτεροι γονείς
που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί. Ο
πατέρας του ένα ταλαιπωρημένο γκαρσόνι
του κέντρου θα του πρόσφερε ακόμα και
πράγματα που δεν τα άντεχε η τσέπη του. Τίποτα δεν του στερούσαν και όταν με τον καιρό είδαν πως το παιδί
αυτό ήταν κάπως διαφορετικό από όλα τα
άλλα, όχι πως δεν ήταν έξυπνο ή υγιές, απλώς πως είχε μια
αφύσικα μεγάλη μύτη, δεν είπαν τίποτα
και βέβαια τον αγαπούσαν το ίδιο όπως
πριν.
Μερικά παιδιά
γεννιούνται με φτερά. Και ο Μιχάλης ήταν
ένα από αυτά. Θέλω να πω πως από πολύ
μικρός, όταν ακόμα μπουσουλούσε έδειξε
πως ήταν μια καλλιτεχνική φύση γεμάτος
με λεπτές ευαισθησίες και έφερε και
μια συστολή στους τρόπους του σύμπτωμα
των πρόωρων ονειροπολήσεων του είτε
την ώρα του γεύματος είτε στο κρεβάτι
όταν του έσβηναν τα φώτα για να κοιμηθεί
κι αυτός έμενε ξύπνιος με τα μάτια
καρφωμένα ψηλά.
γεννιούνται με φτερά. Και ο Μιχάλης ήταν
ένα από αυτά. Θέλω να πω πως από πολύ
μικρός, όταν ακόμα μπουσουλούσε έδειξε
πως ήταν μια καλλιτεχνική φύση γεμάτος
με λεπτές ευαισθησίες και έφερε και
μια συστολή στους τρόπους του σύμπτωμα
των πρόωρων ονειροπολήσεων του είτε
την ώρα του γεύματος είτε στο κρεβάτι
όταν του έσβηναν τα φώτα για να κοιμηθεί
κι αυτός έμενε ξύπνιος με τα μάτια
καρφωμένα ψηλά.
•
Στην τελευταία
τάξη του δημοτικού ένιωσε για πρώτη
φορά τον έρωτα να τον χτυπά σαν
ηλεκτροπληξία την ώρα που γυρνούσε
αμέριμνος από την ΕΒΓΑ της γειτονιάς
και συνάντησε την Λόλα μαζί με την μαμά
της. Ήταν ένα κορίτσι δεκατριών χρόνων
με άγουρο ακόμα στήθος και στρογγυλό
στόμα και μασούσε πάντα τσίχλα.
Παραμονεύοντας στην γωνιά του δρόμου
τις επόμενες μέρες κατάφερε επιτέλους
να την πετύχει μόνη της χωρίς συνοδεία
'Λόλα θέλω να σου πω κάτι' της είπε και
την τράβηξε άγαρμπα απ' το χέρι. 'Τι θες;'
τον ρώτησε εκείνη. 'Λόλα σ'αγαπώ αλήθεια'
της είπε και τότε εκείνη εξαφανίστηκε
χοροπηδώντας ανέμελη στην άκρη του
δρόμου χωρίς να του πει κουβέντα. Το
βράδυ στον καθρέφτη παρατήρησε και
μέτρησε με ακρίβεια το μέγεθος της
μύτης του και
αποφάσισε πως από την φύση του δεν ήταν
φτιαγμένος για τον έρωτα.
τάξη του δημοτικού ένιωσε για πρώτη
φορά τον έρωτα να τον χτυπά σαν
ηλεκτροπληξία την ώρα που γυρνούσε
αμέριμνος από την ΕΒΓΑ της γειτονιάς
και συνάντησε την Λόλα μαζί με την μαμά
της. Ήταν ένα κορίτσι δεκατριών χρόνων
με άγουρο ακόμα στήθος και στρογγυλό
στόμα και μασούσε πάντα τσίχλα.
Παραμονεύοντας στην γωνιά του δρόμου
τις επόμενες μέρες κατάφερε επιτέλους
να την πετύχει μόνη της χωρίς συνοδεία
'Λόλα θέλω να σου πω κάτι' της είπε και
την τράβηξε άγαρμπα απ' το χέρι. 'Τι θες;'
τον ρώτησε εκείνη. 'Λόλα σ'αγαπώ αλήθεια'
της είπε και τότε εκείνη εξαφανίστηκε
χοροπηδώντας ανέμελη στην άκρη του
δρόμου χωρίς να του πει κουβέντα. Το
βράδυ στον καθρέφτη παρατήρησε και
μέτρησε με ακρίβεια το μέγεθος της
μύτης του και
αποφάσισε πως από την φύση του δεν ήταν
φτιαγμένος για τον έρωτα.
Ήταν το καλοκαίρι
εκείνης της χρονιάς που θα ανακάλυπτε
τον μαγικό κόσμο του σινεμά στις βραδινές
προβολές της ταράτσας πίσω από την
μισογκρεμισμένη μεσοτοιχία. Θα έμπαινε
κρυφά από την πίσω πόρτα της γειτονικής
αυλής και θα κοιτούσε όλες τις ασπρόμαυρες
εικόνες ξαπλωμένος ανάσκελα. Του άρεσαν
όλα τα φιλμ και τα ελληνικά και τα ξένα.
Ίσως το μελόδραμα να το έβρισκε λίγο
βαρετό αλλά λάτρευε τα αστυνομικά και
τα γουέστερν. Όμως το μεγάλο πάθος του
ήταν η κωμωδία. Δεν χόρταινε να βλέπει
τις κασκαρίκες και τα κόλπα των σπουδαίων
ηθοποιών και δεν ήταν λίγες οι φορές
που γελούσε μόνος του με όλη την ψυχή
κάτω από τον ξάστερο καλοκαιρινό ουρανό.
Την απόφαση την είχε πάρει. Μια μέρα θα
γινόταν κωμικός.
εκείνης της χρονιάς που θα ανακάλυπτε
τον μαγικό κόσμο του σινεμά στις βραδινές
προβολές της ταράτσας πίσω από την
μισογκρεμισμένη μεσοτοιχία. Θα έμπαινε
κρυφά από την πίσω πόρτα της γειτονικής
αυλής και θα κοιτούσε όλες τις ασπρόμαυρες
εικόνες ξαπλωμένος ανάσκελα. Του άρεσαν
όλα τα φιλμ και τα ελληνικά και τα ξένα.
Ίσως το μελόδραμα να το έβρισκε λίγο
βαρετό αλλά λάτρευε τα αστυνομικά και
τα γουέστερν. Όμως το μεγάλο πάθος του
ήταν η κωμωδία. Δεν χόρταινε να βλέπει
τις κασκαρίκες και τα κόλπα των σπουδαίων
ηθοποιών και δεν ήταν λίγες οι φορές
που γελούσε μόνος του με όλη την ψυχή
κάτω από τον ξάστερο καλοκαιρινό ουρανό.
Την απόφαση την είχε πάρει. Μια μέρα θα
γινόταν κωμικός.
•
Από τότε που πήρε
την μεγάλη απόφαση θα κουβαλούσε πάντοτε
μαζί του ένα μικρό μπλε τετράδιο για να
γράφει όλα όσα του φαίνονταν αστεία.
Είχε μια επιμέλεια που συναντά κανείς
μόνο στους επαγγελματίες συγγραφείς
και είχε και ένστικτο για το κάθε
τι ευτράπελο. Μα πάνω από όλα είχε
επίγνωση αυτού που λένε όλοι οι μεγάλοι
κωμικοί πως το αστείο είναι κατά βάση
ένα δυσάρεστο πράγμα, που τις περισσότερες
φορές έχει να κάνει με τον ίδιο τον
θάνατο όπως σε εκείνη την θρυλική σεκάνς
του βουβού κινηματογράφου που ο Τσάρλυ
Τσάπλιν αιωρείται πιασμένος από το
παντελόνι του ψηλά σε έναν ουρανοξύστη
πάνω από το κενό.
την μεγάλη απόφαση θα κουβαλούσε πάντοτε
μαζί του ένα μικρό μπλε τετράδιο για να
γράφει όλα όσα του φαίνονταν αστεία.
Είχε μια επιμέλεια που συναντά κανείς
μόνο στους επαγγελματίες συγγραφείς
και είχε και ένστικτο για το κάθε
τι ευτράπελο. Μα πάνω από όλα είχε
επίγνωση αυτού που λένε όλοι οι μεγάλοι
κωμικοί πως το αστείο είναι κατά βάση
ένα δυσάρεστο πράγμα, που τις περισσότερες
φορές έχει να κάνει με τον ίδιο τον
θάνατο όπως σε εκείνη την θρυλική σεκάνς
του βουβού κινηματογράφου που ο Τσάρλυ
Τσάπλιν αιωρείται πιασμένος από το
παντελόνι του ψηλά σε έναν ουρανοξύστη
πάνω από το κενό.
Στα δεκαοχτώ του
απόφοιτος πια του εξατάξιου τότε
γυμνασίου είχε φυλαγμένα κάτω από το
κρεβάτι του δεκάδες από εκείνα τα
τετράδια γεμάτα με σημειώσεις από την
κωμική όψη της Ελλάδας, των παρανοϊκών
Πατακών και των πρώτων τηλεοπτικών
ρεπορτάζ -της κακιάς ώρας- με το πουλί
της Χούντας πίσω.
απόφοιτος πια του εξατάξιου τότε
γυμνασίου είχε φυλαγμένα κάτω από το
κρεβάτι του δεκάδες από εκείνα τα
τετράδια γεμάτα με σημειώσεις από την
κωμική όψη της Ελλάδας, των παρανοϊκών
Πατακών και των πρώτων τηλεοπτικών
ρεπορτάζ -της κακιάς ώρας- με το πουλί
της Χούντας πίσω.
Ήταν η εποχή που
ο Γούντυ Άλλεν έκανε τις πρώτες μεγάλες
επιτυχίες του με τις μπανάνες και το
πάρε τα λεφτά και τρέχα όταν η Ελλάδα
ξεφορτωνόταν επιτέλους τους δικτάτορες
μέσα σε ένα παραλήρημα νεότοκου
φιλελευθερισμού. Ο Μιχάλης δήλωσε τότε,
όσο στο ραδιόφωνο έπαιζαν οι πρώτες
επίσημες ανακοινώσεις της ελεύθερης
πια ΥΕΝΕΔ, με κάθε επισημότητα στους
δικούς του πως θα ακολουθούσε καριέρα
ηθοποιού ή θεατρικού συγγραφέα. Κι
εκείνοι ήξεραν πως δεν υπήρχε τρόπος να τον μεταπείσουν.
ο Γούντυ Άλλεν έκανε τις πρώτες μεγάλες
επιτυχίες του με τις μπανάνες και το
πάρε τα λεφτά και τρέχα όταν η Ελλάδα
ξεφορτωνόταν επιτέλους τους δικτάτορες
μέσα σε ένα παραλήρημα νεότοκου
φιλελευθερισμού. Ο Μιχάλης δήλωσε τότε,
όσο στο ραδιόφωνο έπαιζαν οι πρώτες
επίσημες ανακοινώσεις της ελεύθερης
πια ΥΕΝΕΔ, με κάθε επισημότητα στους
δικούς του πως θα ακολουθούσε καριέρα
ηθοποιού ή θεατρικού συγγραφέα. Κι
εκείνοι ήξεραν πως δεν υπήρχε τρόπος να τον μεταπείσουν.
Φορώντας το καλό
του σακάκι και με περισσότερο θράσος
παρά αυτογνωσία σάρωσε όλες τις
θεατρικές σχολές της πρωτεύουσας. Στις
ακροάσεις όταν τον ρωτούσαν τι θα
παρουσίαζε απαντούσε πάντοτε με την
ίδια φράση … 'κάτι δικό μου'. Κι ύστερα
θα στεκόταν ψηλόλιγνος όπως ήταν στη
μέση της σκηνής με τα μάτια των καθηγητών
να ανοιγοκλείνουν ασυγκίνητα και θα
παρέδιδε -κάπως αδέξια είναι η αλήθεια-
τις πρωτότυπες κωμικές παρλάτες του,
στρέφοντας με την μεγάλη μύτη πότε δεξιά
πότε αριστερά… Τις περισσότερες φορές
θα τον σταματούσαν στη μέση ή αν τυχόν
τον άφηναν να ολοκληρώσει θα του έλεγαν
πως είναι ακόμα νωρίς ή πως θα ήταν καλό
να βρει μια άλλη δουλειά. Κι εκείνος θα
κατέβαινε την σκηνή απαρηγόρητος
νιώθοντας την παλιά εκείνη ευαισθησία
που του είχε δώσει τα φτερά τώρα να τον
πνίγει.
του σακάκι και με περισσότερο θράσος
παρά αυτογνωσία σάρωσε όλες τις
θεατρικές σχολές της πρωτεύουσας. Στις
ακροάσεις όταν τον ρωτούσαν τι θα
παρουσίαζε απαντούσε πάντοτε με την
ίδια φράση … 'κάτι δικό μου'. Κι ύστερα
θα στεκόταν ψηλόλιγνος όπως ήταν στη
μέση της σκηνής με τα μάτια των καθηγητών
να ανοιγοκλείνουν ασυγκίνητα και θα
παρέδιδε -κάπως αδέξια είναι η αλήθεια-
τις πρωτότυπες κωμικές παρλάτες του,
στρέφοντας με την μεγάλη μύτη πότε δεξιά
πότε αριστερά… Τις περισσότερες φορές
θα τον σταματούσαν στη μέση ή αν τυχόν
τον άφηναν να ολοκληρώσει θα του έλεγαν
πως είναι ακόμα νωρίς ή πως θα ήταν καλό
να βρει μια άλλη δουλειά. Κι εκείνος θα
κατέβαινε την σκηνή απαρηγόρητος
νιώθοντας την παλιά εκείνη ευαισθησία
που του είχε δώσει τα φτερά τώρα να τον
πνίγει.
Πέρασαν αρκετοί
μήνες προσπάθειας, αρκετές άγρυπνες
νύχτες κι αρκετά γράψε σβήσε στα μπλε
τετράδια προτού να παραδεχθεί πια
οριστικά την ήττα του και να πει πως η
καριέρα του σαν κωμικός είχε τελειώσει.
Στην αρχή προσπάθησε να το αντιμετωπίσει
με ψυχραιμία παριστάνοντας πως δεν είχε
γίνει και τίποτα όμως σε λίγες μέρες
σταμάτησε να τρώει και να πηγαίνει στο
μπάνιο και θα κλεινόταν όλη την διάρκεια
της μέρας στο δωμάτιο χωρίς να βγάζει
κιχ. Σταμάτησε βέβαια να πηγαίνει και
στο σινεμά κι όσο για την πολιτική
κατάσταση και τις μεγάλες προσδοκίες
που γεννούσε η μεταπολιτευτική δημοκρατία
δεν θα μπορούσαν παρά να τον αφήνουν
παγερά αδιάφορο.
μήνες προσπάθειας, αρκετές άγρυπνες
νύχτες κι αρκετά γράψε σβήσε στα μπλε
τετράδια προτού να παραδεχθεί πια
οριστικά την ήττα του και να πει πως η
καριέρα του σαν κωμικός είχε τελειώσει.
Στην αρχή προσπάθησε να το αντιμετωπίσει
με ψυχραιμία παριστάνοντας πως δεν είχε
γίνει και τίποτα όμως σε λίγες μέρες
σταμάτησε να τρώει και να πηγαίνει στο
μπάνιο και θα κλεινόταν όλη την διάρκεια
της μέρας στο δωμάτιο χωρίς να βγάζει
κιχ. Σταμάτησε βέβαια να πηγαίνει και
στο σινεμά κι όσο για την πολιτική
κατάσταση και τις μεγάλες προσδοκίες
που γεννούσε η μεταπολιτευτική δημοκρατία
δεν θα μπορούσαν παρά να τον αφήνουν
παγερά αδιάφορο.
Κάποια
μέρα προτού φύγει ο πατέρας για δουλειά
άκουσε τους γονείς του να συζητούν
ανήσυχοι για αυτόν και
για το τι θα απογίνει.
Μισανοίγοντας
την πόρτα της κουζίνας μπόρεσε να δει
την μητέρα του να ακουμπά στο τραπέζι σχεδόν λιπόθυμη. Αργότερα στο
μεσημεριανό θα σήκωνε το βλέμμα από το
πιάτο και θα σκούπιζε τα
χέρια του με την χαρτοπετσέτα παίρνοντας
αργά κάτω
και την τελευταία του μπουκιά. 'Πατέρα
θέλω να πιάσω μια κανονική δουλειά' θα
τους έλεγε κι εκείνοι θα
συνέχιζαν
το γεύμα τους με όρεξη.
μέρα προτού φύγει ο πατέρας για δουλειά
άκουσε τους γονείς του να συζητούν
ανήσυχοι για αυτόν και
για το τι θα απογίνει.
Μισανοίγοντας
την πόρτα της κουζίνας μπόρεσε να δει
την μητέρα του να ακουμπά στο τραπέζι σχεδόν λιπόθυμη. Αργότερα στο
μεσημεριανό θα σήκωνε το βλέμμα από το
πιάτο και θα σκούπιζε τα
χέρια του με την χαρτοπετσέτα παίρνοντας
αργά κάτω
και την τελευταία του μπουκιά. 'Πατέρα
θέλω να πιάσω μια κανονική δουλειά' θα
τους έλεγε κι εκείνοι θα
συνέχιζαν
το γεύμα τους με όρεξη.
•
Αν το απολυτήριο
του γυμνασίου ήταν το κουρελόχαρτο που
έχει καταντήσει το αντίστοιχο απολυτήριο
λυκείου τώρα τότε ο Μιχάλης είναι βέβαιο
πως θα ήταν καμένος από χέρι. Ίσως και
να κατέληγε και στους δρόμους όπως η σπουδαία Κατερίνα
Γώγου η οποία έγραψε τα αριστουργήματα
της σε
στυλ πανκ που ήταν τότε στα σπάργανά
του. Όμως ο Μιχάλης ήταν τυχερός γιατί τα όνειρα
του για την τέχνη είχαν πεθάνει κι έτσι
ύστερα από πολλά παρακάλια κι εκδουλεύσεις
μπόρεσε ο πατέρας του και του εξασφάλισε
μια θέση σε ένα γραφείο εισαγωγών
εξαγωγών.
του γυμνασίου ήταν το κουρελόχαρτο που
έχει καταντήσει το αντίστοιχο απολυτήριο
λυκείου τώρα τότε ο Μιχάλης είναι βέβαιο
πως θα ήταν καμένος από χέρι. Ίσως και
να κατέληγε και στους δρόμους όπως η σπουδαία Κατερίνα
Γώγου η οποία έγραψε τα αριστουργήματα
της σε
στυλ πανκ που ήταν τότε στα σπάργανά
του. Όμως ο Μιχάλης ήταν τυχερός γιατί τα όνειρα
του για την τέχνη είχαν πεθάνει κι έτσι
ύστερα από πολλά παρακάλια κι εκδουλεύσεις
μπόρεσε ο πατέρας του και του εξασφάλισε
μια θέση σε ένα γραφείο εισαγωγών
εξαγωγών.
Πήρε
τότε την πρώτη γεύση από τον κόσμο των άσχημων ψηλών κτηρίων και των ανθρώπων που βαστούσαν το πρωί στις
χειρολαβές των λεωφορείων και γρήγορα
αποφάνθηκε πως αυτός ο κόσμος δεν είχε κανένα ιδιαίτερο γούστο -του φαίνονταν κάπως νερόβραστος- όμως
δεν ήταν και το φαρμάκι που είχε καταπιεί στις ακροάσεις των ηθοποιών.
τότε την πρώτη γεύση από τον κόσμο των άσχημων ψηλών κτηρίων και των ανθρώπων που βαστούσαν το πρωί στις
χειρολαβές των λεωφορείων και γρήγορα
αποφάνθηκε πως αυτός ο κόσμος δεν είχε κανένα ιδιαίτερο γούστο -του φαίνονταν κάπως νερόβραστος- όμως
δεν ήταν και το φαρμάκι που είχε καταπιεί στις ακροάσεις των ηθοποιών.
Στα εικοσιπέντε
του ήταν ένας ευπρεπέστατος νέος και
είχε μάθει πια τα πάντα για το πως να
συντάσσει τιμολόγια και να τα αρχειοθετεί
και να κάνει τηλεφωνικές κλήσεις
στα αγγλικά που τα γνώριζε καλά. Έμενε
ακόμα στο σπίτι με τους γονείς του κι
έβγαζε γύρω στις τριάντα πέντε χιλιάδες
δραχμές το μήνα τα οποία ήταν κάτι πάνω
από τον βασικό τώρα.
του ήταν ένας ευπρεπέστατος νέος και
είχε μάθει πια τα πάντα για το πως να
συντάσσει τιμολόγια και να τα αρχειοθετεί
και να κάνει τηλεφωνικές κλήσεις
στα αγγλικά που τα γνώριζε καλά. Έμενε
ακόμα στο σπίτι με τους γονείς του κι
έβγαζε γύρω στις τριάντα πέντε χιλιάδες
δραχμές το μήνα τα οποία ήταν κάτι πάνω
από τον βασικό τώρα.
•
Ήταν τότε που σε
ένα από τα μικρά σπίτια της αυλής
μετακόμισε μια οικογένεια στρατιωτικών.
Ένας ψηλός συνταγματάρχης με σμιχτά
φρύδια με μια γυναίκα στο μισό του ύψος
και την μικρή τους κόρη. Τα απογεύματα
θα επισκέπτονταν το σπίτι τους και θα
πίνανε ελληνικό καφέ. Θα μιλούσαν για
την δραματική απώλεια της Κύπρου αλλά
και για τον κίνδυνο της επέλασης της
αριστεράς που ίσως να τους έπαιρνε τα
σπίτια αλλά από την άλλη κι ο Ανδρέας
Παπανδρέου δεν ήταν και τόσο επικίνδυνος
γιατί είχε πατέρα πρώην πρωθυπουργό.
ένα από τα μικρά σπίτια της αυλής
μετακόμισε μια οικογένεια στρατιωτικών.
Ένας ψηλός συνταγματάρχης με σμιχτά
φρύδια με μια γυναίκα στο μισό του ύψος
και την μικρή τους κόρη. Τα απογεύματα
θα επισκέπτονταν το σπίτι τους και θα
πίνανε ελληνικό καφέ. Θα μιλούσαν για
την δραματική απώλεια της Κύπρου αλλά
και για τον κίνδυνο της επέλασης της
αριστεράς που ίσως να τους έπαιρνε τα
σπίτια αλλά από την άλλη κι ο Ανδρέας
Παπανδρέου δεν ήταν και τόσο επικίνδυνος
γιατί είχε πατέρα πρώην πρωθυπουργό.
Και δεν πέρασε
πολύς καιρός προτού ο Μιχάλης να προσέξει
πως το μικρό κορίτσι που ήταν μόλις
δεκατριών χρονών είχε δυο άγουρα στήθη
κι ένα στρογγυλό στόμα όπως στις
διαφημίσεις που έπαιζαν πια στην
καινούρια τους τηλεόραση και δεν ήταν
μόνο φωτογραφίες στα περιοδικά.
Πρόσεξε ακόμα
πως το κορίτσι όταν δεν φορούσε την
σχολική του ποδιά φορούσε κοντές φούστες
που άφηναν να φαίνεται λίγο το εσώρουχο
της και πως μασούσε την τσίχλα της
φτιάχνοντας πελώριες τσιχλόφουσκες
που έσκαγαν πάνω στο στόμα. Δεν το είχε
ξαναδεί αυτό ο Μιχάλης γιατί οι παλιές
τσίχλες δεν ήταν τόσο μαλακές. Καταλάβαινε
τότε πως ο κόσμος άλλαζε καθώς ανέτειλε ο πράσινος ήλιος του ΠΑΣΟΚ.
πολύς καιρός προτού ο Μιχάλης να προσέξει
πως το μικρό κορίτσι που ήταν μόλις
δεκατριών χρονών είχε δυο άγουρα στήθη
κι ένα στρογγυλό στόμα όπως στις
διαφημίσεις που έπαιζαν πια στην
καινούρια τους τηλεόραση και δεν ήταν
μόνο φωτογραφίες στα περιοδικά.
Πρόσεξε ακόμα
πως το κορίτσι όταν δεν φορούσε την
σχολική του ποδιά φορούσε κοντές φούστες
που άφηναν να φαίνεται λίγο το εσώρουχο
της και πως μασούσε την τσίχλα της
φτιάχνοντας πελώριες τσιχλόφουσκες
που έσκαγαν πάνω στο στόμα. Δεν το είχε
ξαναδεί αυτό ο Μιχάλης γιατί οι παλιές
τσίχλες δεν ήταν τόσο μαλακές. Καταλάβαινε
τότε πως ο κόσμος άλλαζε καθώς ανέτειλε ο πράσινος ήλιος του ΠΑΣΟΚ.
•
Και είμαι βέβαιος
πως όλα θα είχαν λήξει μια χαρά και πως
θα συνέχιζε την ζωή του στον ίδιο δρόμο
αν η μικρή δεν ήταν, όπως βέβαια όλα τα παιδιά, ένα πολύ περίεργο
πλάσμα που του άρεσε να κάνει συνέχεια
ερωτήσεις και να μαθαίνει για τον κόσμο.
Και έτσι από την πρώτη στιγμή της τράβηξε
πολύ την προσοχή η μεγάλη μύτη. Στην
αρχή ήταν με το βλέμμα της που την
ακολουθούσε ίσως και με κάπως προσβλητικό
τρόπο, όμως αλίμονο ήταν παιδί, κι ο
Μιχάλης δεν μπορούσε να της κρατήσει
κακία. Στις απογευματινές
επισκέψεις της οικογένειας για καφέ
όσο οι μεγάλοι συζητούσαν η μικρή θα ανακάτευε
την τσίχλα της στο στόμα και θα κάρφωνε
τα μάτια της, δυο λαμπερούς μαύρους
κύκλους, πάνω στο αντικείμενο της
περιέργειας της. Ήταν σε μια από αυτές
τις επισκέψεις ίσως και από αμηχανία
που ο Μιχάλης βρήκε το θάρρος και την
ρώτησε για το αν της αρέσει το σχολείο
και πως πάει με τα μαθήματα.
πως όλα θα είχαν λήξει μια χαρά και πως
θα συνέχιζε την ζωή του στον ίδιο δρόμο
αν η μικρή δεν ήταν, όπως βέβαια όλα τα παιδιά, ένα πολύ περίεργο
πλάσμα που του άρεσε να κάνει συνέχεια
ερωτήσεις και να μαθαίνει για τον κόσμο.
Και έτσι από την πρώτη στιγμή της τράβηξε
πολύ την προσοχή η μεγάλη μύτη. Στην
αρχή ήταν με το βλέμμα της που την
ακολουθούσε ίσως και με κάπως προσβλητικό
τρόπο, όμως αλίμονο ήταν παιδί, κι ο
Μιχάλης δεν μπορούσε να της κρατήσει
κακία. Στις απογευματινές
επισκέψεις της οικογένειας για καφέ
όσο οι μεγάλοι συζητούσαν η μικρή θα ανακάτευε
την τσίχλα της στο στόμα και θα κάρφωνε
τα μάτια της, δυο λαμπερούς μαύρους
κύκλους, πάνω στο αντικείμενο της
περιέργειας της. Ήταν σε μια από αυτές
τις επισκέψεις ίσως και από αμηχανία
που ο Μιχάλης βρήκε το θάρρος και την
ρώτησε για το αν της αρέσει το σχολείο
και πως πάει με τα μαθήματα.
Και κάπως έτσι
έγιναν φίλοι και αυτός με έκπληξη καταλάβαινε πως το μικρό κορίτσι δεν
ήταν άνθρωπος μα ένα βιβλίο γεμάτο
απορίες γιατί τον ρωτούσε κι ήθελε να
μαθαίνει για τα πάντα -και πως είναι
αυτό, και τι είναι αυτό- μα πιο
πολύ ήθελε να βάζει το χέρι της και να
ακουμπά την μεγάλη μύτη όπως θα ακουμπούσε
ένα άσχημο τέρας στο βυθό.
έγιναν φίλοι και αυτός με έκπληξη καταλάβαινε πως το μικρό κορίτσι δεν
ήταν άνθρωπος μα ένα βιβλίο γεμάτο
απορίες γιατί τον ρωτούσε κι ήθελε να
μαθαίνει για τα πάντα -και πως είναι
αυτό, και τι είναι αυτό- μα πιο
πολύ ήθελε να βάζει το χέρι της και να
ακουμπά την μεγάλη μύτη όπως θα ακουμπούσε
ένα άσχημο τέρας στο βυθό.
Κι ίσως και πάλι
τίποτα κακό να μην είχε συμβεί αν το κορίτσι δεν ξυπνούσε στον Μιχάλη μνήμες της
δικής του παιδικής ηλικίας και του
πρώτου έρωτα του αλλά και του πάθους
του να γίνει μια μέρα ένας μεγάλος
κωμικός κι εκείνα τα δεκάδες μπλε
τετράδια τα οποία μάζευε χρόνο με το
χρόνο για να τα σκορπίσει μια μέρα θυμωμένος
στα σκουπίδια.
τίποτα κακό να μην είχε συμβεί αν το κορίτσι δεν ξυπνούσε στον Μιχάλη μνήμες της
δικής του παιδικής ηλικίας και του
πρώτου έρωτα του αλλά και του πάθους
του να γίνει μια μέρα ένας μεγάλος
κωμικός κι εκείνα τα δεκάδες μπλε
τετράδια τα οποία μάζευε χρόνο με το
χρόνο για να τα σκορπίσει μια μέρα θυμωμένος
στα σκουπίδια.
•
Ήταν μια Κυριακή
απόγευμα όταν καθόταν μόνος του στο
σπίτι που έγινε το κακό. Οι γονείς του
είχαν πάει με τον αξιωματικό και την
σύζυγο σε κάποιο μαγαζί με μουσική της
γειτονιάς κι αυτός δεν είχε τίποτα άλλο
να κάνει στο σπίτι από το να φυλλομετρά
κάποιο ανιαρό περιοδικό όταν άκουσε
κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Σηκώθηκε
να ανοίξει και βρήκε την μικρή να τον
περιμένει. 'Κύριε Μιχάλη είμαι
μόνη μου στο σπίτι και βαριέμαι' του
είπε κι εκείνος την προσκάλεσε μέσα.
Και αφού κάθισαν στον καναπέ και μίλησαν
για εκείνο και το άλλο η μικρή όπως πάντα
του ζήτησε αν θα μπορούσε να βάλει μια
τελευταία φορά το χέρι της και να
ακουμπήσει την μύτη.
απόγευμα όταν καθόταν μόνος του στο
σπίτι που έγινε το κακό. Οι γονείς του
είχαν πάει με τον αξιωματικό και την
σύζυγο σε κάποιο μαγαζί με μουσική της
γειτονιάς κι αυτός δεν είχε τίποτα άλλο
να κάνει στο σπίτι από το να φυλλομετρά
κάποιο ανιαρό περιοδικό όταν άκουσε
κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Σηκώθηκε
να ανοίξει και βρήκε την μικρή να τον
περιμένει. 'Κύριε Μιχάλη είμαι
μόνη μου στο σπίτι και βαριέμαι' του
είπε κι εκείνος την προσκάλεσε μέσα.
Και αφού κάθισαν στον καναπέ και μίλησαν
για εκείνο και το άλλο η μικρή όπως πάντα
του ζήτησε αν θα μπορούσε να βάλει μια
τελευταία φορά το χέρι της και να
ακουμπήσει την μύτη.
Και εκείνος σε
μια έκλαμψη κωμικού οίστρου της απάντησε
με σοβαρό ύφος πως αν της αρέσουνε οι
μύτες έχει και μια δεύτερη να της δείξει
η οποία είναι ακόμα πιο μεγάλη και
μάλιστα στέκεται -ως εκ θαύματος-
ολομόναχη πάνω σε δυο αυτιά. Και τότε
αυτή τον παρακάλεσε να της την
δείξει και βέβαια αυτός δεν μπορούσε
να αρνηθεί. Πως μπορείς να αρνηθείς σε
ένα παιδί.
μια έκλαμψη κωμικού οίστρου της απάντησε
με σοβαρό ύφος πως αν της αρέσουνε οι
μύτες έχει και μια δεύτερη να της δείξει
η οποία είναι ακόμα πιο μεγάλη και
μάλιστα στέκεται -ως εκ θαύματος-
ολομόναχη πάνω σε δυο αυτιά. Και τότε
αυτή τον παρακάλεσε να της την
δείξει και βέβαια αυτός δεν μπορούσε
να αρνηθεί. Πως μπορείς να αρνηθείς σε
ένα παιδί.
Κι ήταν όταν είχε
κατεβάσει το παντελόνι κι εκείνη
ακουμπούσε προσεχτικά με το χέρι
ανοίγοντας έκπληκτη το στόμα στη θέα
του μεγέθους και του σφρίγους της
παράξενης μύτης όταν μπήκαν μέσα οι
γονείς του μαζί με τον στρατιωτικό και
την σύζυγο του. Κι ούτε καν που πρόλαβε
να κουμπωθεί, μόνο πετάχτηκε απ' την
θέση του βιαστικά όσο η δυστυχής μάνα
τραβούσε το παιδί μαλώνοντας το για
κάτι που δεν είχε ακόμα συναίσθηση πως
ήτανε κακό.
κατεβάσει το παντελόνι κι εκείνη
ακουμπούσε προσεχτικά με το χέρι
ανοίγοντας έκπληκτη το στόμα στη θέα
του μεγέθους και του σφρίγους της
παράξενης μύτης όταν μπήκαν μέσα οι
γονείς του μαζί με τον στρατιωτικό και
την σύζυγο του. Κι ούτε καν που πρόλαβε
να κουμπωθεί, μόνο πετάχτηκε απ' την
θέση του βιαστικά όσο η δυστυχής μάνα
τραβούσε το παιδί μαλώνοντας το για
κάτι που δεν είχε ακόμα συναίσθηση πως
ήτανε κακό.
•
Η ψηλή επιβλητική
μορφή του Συνταγματάρχη με την γραμμή
του στόματος κυρτή και τις γροθιές
σφιγμένες στα χέρια θα ήταν η τελευταία
εικόνα που θα κρατούσε ο Μιχάλης από
την Ελλάδα του 81 γιατί ύστερα θα έτρεχε
στο δωμάτιο του και θα κλείδωνε την
πόρτα και θα μάζευε όλα τα απαραίτητα
σε μια βαλίτσα. Αργά το χάραμα όταν ο
θόρυβος θα είχε πια κοπάσει και η μητέρα
του θα είχε πάψει πια να χτυπάει στην
πόρτα επαναλαμβάνοντας πως θα πεθάνει,
θα έφευγε από το σπίτι του φορτώνοντας
την μικρή βαλίτσα σε ένα ταξί.
μορφή του Συνταγματάρχη με την γραμμή
του στόματος κυρτή και τις γροθιές
σφιγμένες στα χέρια θα ήταν η τελευταία
εικόνα που θα κρατούσε ο Μιχάλης από
την Ελλάδα του 81 γιατί ύστερα θα έτρεχε
στο δωμάτιο του και θα κλείδωνε την
πόρτα και θα μάζευε όλα τα απαραίτητα
σε μια βαλίτσα. Αργά το χάραμα όταν ο
θόρυβος θα είχε πια κοπάσει και η μητέρα
του θα είχε πάψει πια να χτυπάει στην
πόρτα επαναλαμβάνοντας πως θα πεθάνει,
θα έφευγε από το σπίτι του φορτώνοντας
την μικρή βαλίτσα σε ένα ταξί.
Ένα έτος αργότερα
το 1982, με τις ελάχιστες οικονομίες που
του είχαν απομείνει στην τσέπη, θα
ατένιζε το αιώνιο σύμβολο
της ελευθερίας να φωτίζει με την δάδα
του τον κόσμο στην μητρόπολη των
μητροπόλεων Νέα Υόρκη. Δεν ήξερε βέβαια
τι τυχόν τον περιμένει, δεν είχε ιδέα
προς τα που θα έστρεφε ο άνεμος στο
μέλλον, όμως ένιωθε πως σε αυτό τον τόπο,
με τους πελώριους ουρανοξύστες και τις
αχανείς μυστηριώδεις παναμερικανικές
οδούς θα έβρισκε άνετα μια θέση να ζήσει
με τον δικό του τρόπο -όποιος κι αν ήταν
αυτός- και να δώσει κι επιτέλους στην
απάτριδα του μύτη μια γλυκιά πατρίδα
αφού η Ελλάδα δεν την αγκάλιασε ποτέ.
το 1982, με τις ελάχιστες οικονομίες που
του είχαν απομείνει στην τσέπη, θα
ατένιζε το αιώνιο σύμβολο
της ελευθερίας να φωτίζει με την δάδα
του τον κόσμο στην μητρόπολη των
μητροπόλεων Νέα Υόρκη. Δεν ήξερε βέβαια
τι τυχόν τον περιμένει, δεν είχε ιδέα
προς τα που θα έστρεφε ο άνεμος στο
μέλλον, όμως ένιωθε πως σε αυτό τον τόπο,
με τους πελώριους ουρανοξύστες και τις
αχανείς μυστηριώδεις παναμερικανικές
οδούς θα έβρισκε άνετα μια θέση να ζήσει
με τον δικό του τρόπο -όποιος κι αν ήταν
αυτός- και να δώσει κι επιτέλους στην
απάτριδα του μύτη μια γλυκιά πατρίδα
αφού η Ελλάδα δεν την αγκάλιασε ποτέ.