γράφει ο Αρχιμήδης Παναγιωτίδης
Αυτό το κείμενο θα ήταν διαφορετικό, ίσως ερωτικό. Αλλά στην πορεία βγήκε… αλλιώς! Γιατί, τελικά, δεν έχει να κάνει με τους άλλους, αλλά με σένα τον ίδιο. Και φυσικά, αναφέρεται στην πιο προβληματισμένη- «προβληματική» γενιά της χώρας αυτήν τη στιγμή. Τη γενιά των σαραντάρηδων και βάλε ή των almost there!
Είναι η γενιά εκείνη που μεγάλωσε τη δεκαετία του ’80. Τι παράξενο… Κανείς δε μιλάει γι’ αυτήν, παρόλο που έχει «χτυπηθεί» περισσότερο απ’ όλους. Όλα τα προγράμματα του ΟΑΕΔ αναφέρονται σε νέους μέχρι 29 ετών… Και συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι πια… νέος! Μπορεί να μοιάζεις, αλλά δεν είσαι. Πότε άσπρισαν τα γένια σου; Που είναι οι περίφημοι κοιλιακοί σου; Χα!
Και δε βρίσκεις την ηλικία σου πουθενά. Δεν αναφέρεται πουθενά. Ποια; Η γενιά που θα έπρεπε τώρα να δουλεύει και να έχει τις τύχες της στα χέρια της. Κι όχι να ζητιανεύει απ’ τις πενιχρές- ούτως ή άλλως- συντάξεις των παππούδων και των γιαγιάδων…
Ανήκεις στη γενιά εκεί που σπούδασε. Που έβγαλε λεφτά. Για ένα διάστημα έκανες όνειρα. Όχι αυτά τα χαζά όνειρα των νεόπλουτων. Αλλά τ’ απλά. Τα γήινα. Μια δουλειά, ένα σπίτι, το κορίτσι των ονείρων σου. Κι άλλο παράξενο… Οι συνομήλικοί σου χωρίζουν. Δεν μπορούν ν’ αντέξουν μαζί. Πίεση. Αλλιώς τα περίμεναν. Πιο εύκολα. Δύσκολα ν’ ανταπεξέλθουν σ’ αυτό που ονομάζουμε «οικογένεια». Δεν υπάρχει υπομονή. Η οικονομική κρίση επηρέασε τα ζευγάρια και σ’ αυτό το κομμάτι.
Μα, όλα φαινόντουσαν τόσο εύκολα εκεί πίσω στα eighties και στα nineties… Το έλεγαν και τα τραγούδια. Ω, υπήρχε τόση μουσική τότε. Βινύλια, κασέτες, ραδιόφωνα. Και μπορεί να στενοχωριόσουν που έχανες το κορίτσι στο τέλος, αλλά είχες πάντα τον Bruce Springsteen να σου τραγουδάει: I had a job, I had a girl/I had something going mister in this world…. Κι έχει πλάκα τώρα όταν αναφέρεσαι στο «Αφεντικό». Μπορεί να πλένεις τα πιάτα και να σκάσει το I’m going down στο ράδιο (ναι, ακούς ακόμα ραδιόφωνο στην κουζίνα) και ν’ αρχίσεις τις κινήσεις «ροντέο» με την πετσέτα και να χορεύεις όπως χορεύαμε τότε στα πάρτι. Παίζοντας «αόρατες» κιθάρες στον αέρα και κρατώντας το απορρυπαντικό πιάτων για μικρόφωνο… Και κάπου εκεί να δυναμώνεις την ένταση του ήχου και να νομίζεις ότι είσαι ο Τομ Κρουζ στο Cocktail και να πετάς τα ποτήρια στον αέρα νομίζοντας ότι είναι μπουκάλια με βότκα…
Και είναι καλά παιδιά όλοι τους. Αλλά μπερδεμένα. Ευνουχισμένα απ’ την πατροπαράδοτη ελληνική «αγία» οικογένεια. Τη γενιά που την κατέβαζαν στο σχολείο να συμμετέχει σε διαδηλώσεις για τη Μακεδονία. Που ήταν ήδη «μεγάλη» όταν έγινε η έκρηξη της πληροφορικής. Που μεγάλωσε με Σταλόνε και Κάρολο Κουν. Με Last Drive και Άντζελα Δημητρίου. Με Νίκο Γκάλη και Νίκο Βαμβακούλα. Με Κέρουακ και ΒΙΠΕΡ. Και άντε τώρα να σε καταλάβουν οι νεότεροι. Που ούτε κατά διάνοια συνειδητοποιούν την κατάστασή σου…
Τα βράδια τρέχεις στην παραλία. Αφήνεις την καλή σου να κοιμάται (μέχρι πότε νομίζεις κι αυτή θ’ ανέχεται τις παραξενιές σου;) και προσπαθείς να καθαρίσεις το μυαλό σου. Εκεί συνάντησες τη Μ. Στην ηλικία σου. Όμορφη σαν τα γάργαρα νερά. Και την προσπέρασες σαν τον άνεμο. Να μη σε δει κι αισθανθεί άσχημα… Γιατί έκλαιγε πάνω απ’ το κινητό της. Και δεν πρέπει, γαμώτο. Οι όμορφες δεν πρέπει να κλαίνε. Κι ας είναι 40. Έχουν σμπαραλιασμένες καρδιές.
Σαν τη δική σου. Αλλά κανείς δε θα μιλήσει για σένα. Δε θα δεις πουθενά την ηλικία σου γραμμένη. Η κρίση της μέσης ηλικίας, η κρίση μιας ολόκληρης γενιάς.