Αυτός που θα ρθει- δεν θα μαι εγώ. Θα 'ναι αυτός που κοίταξες αλλιώς. Σε μια συνάντηση με κόσμο. Θα ναι αυτός που θα γελάτε με γκριμάτσες. Θα ναι αυτός που θα κερδίσει την αγωνία σου. Που θα του χαρίσεις τη σιωπή σου. Που θα τον κάνεις άντρα δυο μέτρα φωτεινό. Που θα του ψιθυρίσεις τα όνειρά σου. Και θα ναι όμορφος. Γενναίος. Θα ναι πιο έτοιμος, πιο ζωντανός. Θα είναι η απόσταση που δεν αντέχεις. Η πιο συχνή σου επαφή. Θα είναι τα λουλούδια στη γιορτή σου. Θα είναι η βόλτα στη θάλασσα. Και οι τυπωμένες φωτογραφίες. Μην τον παιδεύεις. Να του μιλάς ωραία. Να του χαϊδεύεις τα μαλλιά, να του τραβάς τα γένια. Να του γελάς. Όπως οι εραστές κοιτούν τα σώματα τους και τους πιάνουν γέλια.
Γιατί εγώ είμαι τα πλάνα που ακυρώθηκαν και τα αεροπλάνα που είχαν ζόρι. Είμαι ο παραλίγο και ο εν δυνάμει. Είμαι τα μεσημέρια που είχαν ήλιο, τα πρωινά που ήρθαν αργά. Είμαι η βόλτα στην Αθήνα, το τηλεφώνημα στο χιόνι, είμαι η αγορά στο μαναστηράκι. Ο οργασμός σου σε σεντόνια λερωμένα και ο ύπνος με κολλημένα στόματα. Είμαι το ραντεβού που πήγε λάθος και το συνεχόμενο ξενύχτι. Είμαι το βρεγμένο σου μάγουλο. Είμαι αυτός που δεν κοιμήθηκε, που δεν το βούλωσε ποτέ, το παιδί που κρεμάστηκε από το φουστάνι σου, το στριφτό τσιγάρο στο που και που, ο κάπως άβολος τώρα, η μοναξιά των πρωινών ξυπνημάτων.
Και τι σημασία έχει που είμαι/ αφού πια δεν θα είμαι/ αυτό που έλεγες είναι / και είναι το τέλος που είμαι / για να ρθει πάλι μια αρχή / και αυτός που θα ρθει, θα είναι.
Και φρόντισε τον. Κράτα τον. Μα πες του πως μου λείπεις.