Μεικτή και άνιση η παρουσία του ελληνικού σινεμά στο φετινό φεστιβάλ. Από την μία φιλοξενούνται τα πιο ξακουστά παραδείγματα εγχώριας παραγωγής – συμπαραγωγής στις αίθουσες του, όπως το Chevalier, το Interruption, το Μικρή Άρκτος και το Τετάρτη 04:45 και από την απέναντι όχθη, συνεχίζονται να φιλοξενούνται ταινίες ελληνικού σινεμά που πλησιάζουν, αν όχι ταυτίζονται με μία ποιότητα φοιτητική που σου δίνει την συνολική εντύπωση πως δεν υπάρχει απολύτως κανένα φίλτρο κριτηρίου για το τι θα περάσει από μεγάλου μήκους ελληνικού σινεμά στο φεστιβάλ.
Ο θεσμός φέτος φιλοξενεί 21 ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους, δίνοντας προβάδισμα και προωθώντας ενεργά την ελληνική παραγωγή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και σπουδαίο μεν, επίσης απολύτως σημαντικό είναι να δίνεται βήμα- ειδικά σήμερα, και σε no budget ανεξάρτητες ταινίες πρωτοεμφανιζόμενων, οι οποίες δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμα στο εξωτερικό, αλλά και ούτε κατάφεραν να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις ούτως ώστε να μπαίνουν σε άλλα φεστιβάλ με ευκολία. Αυτό βέβαια δεδομένου ότι οι δημιουργοί θα έχουν την δυνατότητα και την επιθυμία να δημιουργήσουν όντως κάτι αξιόλογο με τα λιγοστά μέσα που τους δίνονται. Πολύ θετικές οι προθέσεις μεν, πρακτικά όμως γινόμαστε ρεζίλι.
Σε ένα φεστιβάλ με το κύρος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το οποίο φιλοξενεί δημοσιογράφους, κριτικούς, χρηματοδότες και δημιουργούς από όλον τον κόσμο, επιβάλλεται να πληρούν κάποιες έστω τυπικές προϋποθέσεις οι ελληνικές ταινίες που συμμετέχουν, έστω και αν αυτό λέγεται τεχνική αρτιότητα. Όπως είπαμε, από την υπέρ- επιθυμία του θεσμού να προωθήσει το νέο ελληνικό σινεμά, εν τέλει καταλήγει να το εκθέτει, προβάλλοντας μία ακραία γκάμα να το εκπροσωπήσει, μη διαφυλάσσοντας το ποιοτικά σε οτιδήποτε. Όταν φιλοξενούνται σκηνοθέτες υψηλού κύρους, όταν ψάχνουν χρηματοδότες και διανομείς για το επόμενο κρυφό διαμάντι του ελληνικού σινεμά και όταν οι κριτές του βραβείου FIPRESCI πρέπει να κάθονται επί ώρες να παρακολουθούν κάτι που δημιουργήθηκε από άνθρωπο που προφανώς είχε ελάχιστη επαφή τόσο με το σενάριο όσο και την κάμερα στην ζωή του για να αποδώσουν το βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας, η συνολική εικόνα του ελληνικού σινεμά που ανθίζει αρχίζει να μοιάζει με φούσκα αφού από τις 21 ελληνικές ταινίες, μόλις το εν τρίτο μπορεί να χαρακτηριστεί αντάξιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού.
Δεν είναι η πρώτη φορά που απογοητεύει το Ελληνικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Είναι μία κατάσταση που κυριαρχεί εδώ και αρκετά χρόνια. Τώρα όμως που ανεβαίνει το κύρος του ελληνικού σινεμά, οφείλει, αν όχι να ανεβάσει τις απαιτήσεις του από αυτό (όπως ανεβαίνουν και οι δικές μας), να θέσει τουλάχιστον μία ξεχωριστή κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενων, στην οποία θα μπορεί έκδηλα να δέχεται πραγματικά το οτιδήποτε, ούτως ώστε να καταφέρνει να προσφέρει την ευκαιρία σε νέους σκηνοθέτες να δικτυωθούν στους κόλπους του, χωρίς να το παρουσιάζει αντιπροσωπευτικά. Κάτι παρεμφερές του Short Film Corner του Φεστιβάλ των Καννών, για τις μικρού μήκους. Αλλιώς, ας μειώσει τις συμμετοχές του.
Το Ξύπνημα της Άνοιξης, 1/5
του Κωνσταντίνου Γιάνναρη
Το Ξύπνημα της άνοιξης είναι η ιστορία πέντε εφήβων που στήνουν μια ένοπλη συμμορία: ένα μωσαϊκό έρωτα, χαμένων σχέσεων, προδοσίας και μηδενισμού, που διαδραματίζεται σε μια φθίνουσα πόλη, όπου τα πάντα καταρρέουν μέσα στην οικονομική και κοινωνική κρίση. Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης επιστρέφει με μία ελεύθερη μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού του Γερμανού Φρανκ Βέντεκιντ, μεταφέροντας το στην Ελλάδα της κρίσης. Ο στόχος που διαμορφώνεται από αυτόν τον συνδυασμό είναι πολύ υποσχόμενος καθώς το πρωτότυπο έργο είναι πολύ επίκαιρο συνεπώς αναμένουμε ένα πάντρεμα που θεματικά θα μπορούσε να γίνει αβίαστα. Στον στόχο του όμως δυστυχώς αποτυγχάνει, προδίδοντας τόσο το cast του, όσο και το έργο που επιθυμεί να γίνει. Από τεχνικής πλευράς το έργο είναι άρτιο, αλλά και άνισο, με φωτιστικές επιλογές που σου κερδίζουν το ενδιαφέρον αλλά ένα κείμενο πολύ στημένο και αφύσικο που αποδίδεται με σχεδόν μηδενική υποκριτική από κατά τ'άλλα ικανούς ηθοποιούς.
Ο Γιάνναρης παρεμβάλει στην αφήγηση εμβόλιμες εικόνες εκείνης της στιγμής, ενός τύπου φωτογραφίας του instagram που και πάλι θεωρητικά έχει ενδιαφέρον, δεδομένης της επαφής που επιθυμεί το έργο να έχει με τον κόσμο των νεότερων γενεών, στην εκτέλεση όμως για άλλη μία φορά λειτουργεί προς μία υπέρ δραματοποίηση της στιγμής, ένα σχεδόν τηλεοπτικό στιλιζάρισμα που κουράζει από την αρχή της εφαρμογή της. Το μοναδικό ενδιαφέρον σημείο μπορεί να πει κανείς είναι η ληστεία που πραγματοποιούν τα παιδιά στην βίλα εύπωρου Γερμανού, θέτωντας ενδιαφέροντα ζητήματα εντός του έργου, αποτελεί και την στιγμή που το δράμμα γίνεται πιο τολμηρό και κορυφώνται. Και πάλι βέβαια τα πράγματα θα ξεφύγουν εκτός ελέγχου, όπως πλέον είναι αναμενόμενο σε τέτοιες ταινίες και δυστυχώς ο σκηνοθέτης δεν επιδιώκει να αποδώσει αυτό το φυσικό κλισέ με ιδιαίτερη φρεσκάδα. Μέχρι να φτάσει στο σημείο της ληστείας όμως, το έργο είναι εξαιρετικά κουραστικό και αδιάφορο, με χαρακτήρες φτωχά αναπτυγμένους, διάλογο βεβιασμένο και εισηγμένες σκηνές ερωτικού περιεχομένου που, λόγω απουσίας ανάπτυξης των χαρακτήρων έρχονται από το πουθενά για να εξυπηρετήσουν απολύτως κανέναν σκοπό πέραν του εντυπωσιασμού, παρότι η σεξουαλικότητα αποτελεί βασικό ζήτημα του θεατρικού έργου και θα μπορούσε να καταλαμβάνει σημαντικό κομμάτι του. Δυστυχώς συνολικά πρόκειται για ένα αρκετά προχειροφτιαγμένο και αφελώς χτισμένο έργο που δεν δικαιολογείται από έμπειρο σκηνοθέτη.
Οι Εντυπώσεις ενός Πνιγμένου 3.5/5
του Κύρου Παπαβασιλείου
Αποκομμένος από το παρελθόν και τη μνήμη του, ο Επιβάτης προσπαθεί να καθορίσει τον εαυτό του. Έρχεται όμως αντιμέτωπος με την προκαθορισμένη μοίρα του, μια μοίρα που τον εξαναγκάζει να ζήσει ξανά τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
Ελαττωματική αλλά από τις καλύτερες ελληνικές συμμετοχές του φεστιβάλ. Πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα που μάλιστα από την στιγμή που εφαρμόζεται συνειδητοποιείς πόσο λείπουν παρόμοιου τύπου ιδέες από το ελληνικό σινεμά και πόσα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν με αυτήν την αφορμή. Ένας άνδρας αναζητά την ταυτότητα του, ενώ την βλέπει παντού. Αυτός ο άνδρας είναι ο Κώστας Καρυοτάκης και είναι καταδικασμένος να επιστρέφει κάθε χρόνο στην ημέρα που πέθανε, να κατακτά την ταυτότητα του και να τελέσει την προκαθορισμένη του μοίρα.
Κάδρα καλοστημένα, σκηνοθετική μάτια ωραία και μεστά αφηγηματική, παρόλα αυτά υποπίπτει στα δυο στοιχεία από τα οποία πάντα νοσεί το ελληνικό σινεμά: σενάριο και υποκριτική. Πρόκειται για μία καθαρά καφκική ιδέα η οποία φέρει την συν-υπογραφή του Γιώργου Ζώη και αυτό φαίνεται τόσο στις ιδέες που θέλει να θίξει, όσο τις στιγμές όταν η αφήγηση μπλέκεται με το σουρεαλιστικό και φιλοσοφικό στοιχείο. Η ιδέα όμως συναντά προβλήματα όταν οι διάλογοι είναι πολύ φτιαχτοί (λογικό διότι βασίζονται στην ποίηση) και πλαισιώνονται από μία υποκριτική κατώτερη τους, η οποία αποτελεί μακράν και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας. Δεδομένου ότι πρόκειται κυρίως για έργο σύλληψης που όμως διατηρεί την δομή της κλασσικής αφηγηματικής ταινίας, πηγαινοέρχεται μεταξύ μίας απλοϊκής σχεδόν πλοκής και μίας φιλοσοφικής εξερεύνησης. Καλός στόχος διότι σε καθοδηγεί αλλά αυτό που επεδίωξε να κάνει η ταινία ήταν εξαιρετικά δύσκολο και παρότι χρησιμοποίησε τα λιτά της μέσα με εξυπνάδα και είχε ωραία κινηματογραφική γραφή, φαινόταν πως έλειπε μία ηθοποιία, η οποία μπορεί να χειριστεί το κείμενο μεταβαίνοντας από την απάθεια στον μελοδραματισμό (επίσης δύσκολο πράγμα για έναν ρόλο να έχει τόσο στενή σχέση με την ποίηση και να μην υποκύψει στο να γίνει μελοδραματική ή τελείως άτονη και περιττή). Παρότι είναι μία καθαρά καφκική μελέτη πάνω στον Κώστα Καρυοτάκη, σου δίνεται η αίσθηση πως δεν επιδιώκει να ερευνήσει τόσο τον ίδιο και την προσωπικότητα του- δεν επιδιώκει δηλαδή να τον περιγράψει βιογραφικά, αλλά χρησιμοποιεί την οντότητα και τα γεγονότα της ζωής του σαν αφορμή για να υποδείξει το κενό μεταξύ του ποιητή και του κόσμου αλλά και την οικουμενικότητα των παθών του. Δεν υπάρχουν πια ποιητές. Παρότι βέβαια το έργο κινείται εντός ενός σουρεάλ πλαισίου και παρά το προβλήματα στο σενάριο και την υποκριτική, οφείλω να παραδεχθώ πως αυτό το δύσκολο εγχείρημα που αναλαμβάνει να κινείται μεταξύ πολλών κόσμων καταφέρνει να το στηρίξει διατηρώντας το μυστήριο του. Σίγουρα αποτελεί μία πολύ ενδιαφέρουσα αρχή και πιθανόν με μεγαλύτερο προϋπολογισμό να έλαμπε περισσότερο.
Tabula Rasa 2/5
των Ηρώ Δοντά και Ναταλία Στράτου
Η ιστορία ενός νέου, που στα 18 του εγκαταλείπει το ορφανοτροφείο όπου μεγάλωσε – το μόνο μέρος που γνώρισε ποτέ. Όταν ξαφνικά ανακαλύπτει πως ο μόνος φίλος του, που άφησε πίσω στο ορφανοτροφείο, στάλθηκε μακριά στην πόλη της Αθήνας, ξεκινά ένα ταξίδι προς το άγνωστο με σκοπό να τον βρει.
Από πλευράς παραγωγής πολύ πολύ φτωχό. Ο ήχος είναι κακός, η ποιότητα της εικόνας εξίσου μέτρια, στοιχεία που θα συγχωρούνταν αν είχαν αξιοποιηθεί σκοπίμως. Με μία υποκριτική στην οποία κατά βάσει είναι προφανές πως δεν έρχεται από επαγγελματίες, όπως άλλωστε και ολόκληρη η ταινία, ένα σενάριο δαιδαλώδες που έχει μία δόση ενδιαφέροντος μεν, δεν ξέρει να χειριστεί τα δυνατά και αδύνατα σημεία του δε- όπως πάντα οι διάλογοι πάσχουν. Συγκριτικά βέβαια με αυτό που βλέπει κάνεις σε άλλες ελληνικές ταινίες του φεστιβάλ, την δεχόμαστε ως μια προσπάθεια, καθώς βλέπουμε την διάθεση αφήγησης της σκηνοθέτη. Εξελίσσεται σε κάτι καλύτερο από την πρώτη εντύπωση που σου δίνει αλλά θα υποκύψει σε κάποια κλισέ που δεν έχει την δυνατότητα, λόγο έλλειψης εμπειρίας, να τα επεξεργαστεί ούτως ώστε να να μας παρασύρει μαζί του, τόσο σεναριακά – σκηνοθετικά, όσο και ερμηνευτικά. Αποτελεί ένα παράδειγμα φοιτητικής μεγάλου μήκους και τίποτα άλλο, ανάμεσα στα αρκετά του τμήματος της. Μπορώ να πω πως το καλύτερο κομμάτι της ταινίας είναι η αφήγηση που κάνει το μοντάζ, που στέκει αξιοπρεπώς αν και από το σενάριο της ταινίας λείπει η καθοδήγηση ενός παλμού που να σε κρατάει. Σκηνοθετικά γίνονται κάποιες επιλογές οι οποίες φανερώνουν μια κάποια φιλοδοξία από πλευράς της σκηνοθέτη.
Καλή προσπάθεια, προφανώς είναι στα αρχικά βήματα της δημιουργού και θα ήταν προτιμότερο να βλέπαμε αυτά τα βήματα του no budget πειραματισμού της σε μικρού μήκους, πριν να έκανε το άλμα της προς την μεγάλου.