Σάν σήμερα, στίς 5 Δεκεμβρίου τοῦ 1901, γεννήθηκε ὁ Βέρνερ Κάρλ Χάιζενμπεργκ στό Βύρτζμπουργκ τῆς Γερμανίας.
Ἦταν γιός τοῦ δόκτορος Αὐγούστου Χάιζενμπεργκ, βυζαντινολόγου στήν ἕδρα τῆς Μεσαιωνικῆς καί τῆς Νεώτερης Ἑλληνικῆς φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου.
Ὁ Χάιζενμπεργκ ξεκίνησε νά σπουδάζει τό 1920 Θεωρητική Φυσική στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου. Μπῆκε στό πνεῦμα τῆς κβαντικῆς φυσικῆς — ἡ ὁποία ἀπαρτιζόταν τότε ἀπό ἀσύνδετα θεωρήματα — τόσο γρήγορα, ὥστε μετά ἀπό μερικούς μῆνες ἔδωσε λύσεις σέ σημαντικά προβλήματα (π.χ. Φαινόμενο Ζέεμαν). Ἐπειδή ἀπαιτεῖτο μία ἐλάχιστη σπουδή ἕξι ἑξαμήνων, μόλις τό 1923 μπόρεσε ὁ Χάιζενμπεργκ νά ἀνακηρυχθεῖ διδάκτορας. Τό 1924 ἔγινε βοηθός τοῦ Μάξ Μπόρν στό Πανεπιστήμιο τοῦ Γκέτινγκεν. Ἀπό τό 1924 ἕως τό 1925 ἐργάστηκε μαζί μέ τόν Νίλς Μπόρ στό Πανεπιστήμιο τῆς Κοπεγχάγης.
Τό 1925 δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Zeitschrift fur Physik ἡ ἐργασία του πάνω στήν κβαντομηχανική, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν ἀνακάλυψη ἀλλοτροπικῶν μορφῶν ὑδρογόνου. Χάρη σ' αὐτήν τοῦ ἀπονεμήθηκε τό βραβεῖο Νόμπελ Φυσικῆς τό 1932. Τό 1926 διορίστηκε καθηγητής θεωρητικῆς φυσικῆς στό Πανεπιστήμιο τῆς Κοπεγχάγης κάτω ἀπό τόν Νίλς Μπόρ, καί τό 1927, ὅταν ἦταν μόλις 26 ἐτῶν, διορίστηκε καθηγητής θεωρητικῆς φυσικῆς στό Πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας. Ὅταν τό 1937 ἐπρόκειτο νά πληρωθεῖ ἡ ἕδρα Θεωρητικῆς Φυσικῆς τοῦ Σόμερφελντ στό Μόναχο, ἦταν προφανές ὅτι μόνον ὁ Χάιζενμπεργκ ἦταν δυνατόν νά τήν καταλάβει. Αὐτήν τήν ἐπιλογή προσπάθησαν νά παρεμποδίσουν οἱ ναζιστικοί κύκλοι γιά ἀρκετά χρόνια, ἐπειδή ὁ Χάιζενμπεργκ εἶχε ὑποστηρίξει ἐπιστημονικά πορίσματα πού εἶχαν δημοσιεύσει οἱ «Ἑβραῖοι» Ἀϊνστάιν καί Λίζε Μάιτνερ (ἡ συνεργάτις τοῦ χημικοῦ Ὄττο Χάν, μέ τόν ὁποῖο εἶχε στενή σχέση ὁ Χάιζενμπεργκ). Τό 1940 μέ τήν ἔναρξη τοῦ πολέμου ἀναγκάστηκαν νά ὑποχωρήσουν οἱ ναζί, ἐπειδή οἱ γνώσεις τοῦ Χάιζενμπεργκ ἦσαν ἀπαραίτητες γιά τίς ἕρευνες στήν πυρηνική φυσική. Δέν εἶναι γνωστό μέ πόσο ζῆλο ἐργάστηκε γιά τήν κατασκευή μιᾶς «ναζιστικῆς» ἀτομικῆς βόμβας, πάντως δέν ἔδειξε ποτέ ὅτι ἐπηρεάζονταν οἱ ἐπιστημονικές ἐργασίες του ἀπό τίς συνθῆκες ζωῆς ὑπό τό χιτλερικό καθεστώς, μέ συνθῆκες παγκοσμίου πολέμου, μέ διωγμούς ἤ διαφυγές συναδέλφων του ἀπό τή Γερμανία κ.ἄ..
Ὑπάρχει μία ἐνδιαφέρουσα ἱστορία γιά τίς πρῶτες σχέσεις τοῦ Χάιζενμπεργκ μέ τό ναζιστικό καθεστώς. Ὁ Χάιζενμπεργκ ὑποστήριζε τίς ἰδέες τοῦ Ἀϊνστάιν γιά τή σχετικότητα, σέ ἀντίθεση μέ τό κίνημα τῆς Deutsche Physik πού εἶχε ἐπιβληθεῖ ἀπό τούς ναζί καί τό ὁποῖο ἀπέρριπτε τίς ἰδέες τῶν Ἑβραίων, ὅποιες κι ἄν ἦσαν. Ὁ ἀντισημίτης φυσικός Γιοχάνες Σταρκ, πού συμμεριζόταν τίς ρατσιστικές ἀπόψεις τοῦ Χίτλερ, ἔγραψε ἕνα ἄρθρο στό ναζιστικό περιοδικό Das Schwarze Korps, περιγράφοντας τόν Χάιζενμπεργκ ὡς «λευκό Ἑβραῖο». Πολλές φορές ὁ Χάιζενμπεργκ μεταφέρθηκε στήν ἕδρα τῆς Γκεστάπο γιά ἀνάκριση. Στήν τάξη του ἔβαζαν κατασκόπους γιά νά δοῦν ἄν θά ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ Ἀϊνστάιν στούς μαθητές του. Ἡ μητέρα τοῦ Χάιζενμπεργκ ἀνησύχησε ὅτι, ἐάν ἡ Γκεστάπο συνέχιζε νά παρενοχλεῖ τόν γιό της, θά μποροῦσε νά καταλήξει σέ στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εὐτυχῶς γιά τόν Χάιζενμπεργκ, στά πρῶτα του χρόνια ἦταν συμμαθητής μέ τόν μετέπειτα ἐπικεφαλῆς τῶν SS Χάινριχ Χίμλερ καί οἱ μανάδες τους γνωρίζονταν. Ἔτσι, ἡ κυρία Χάιζενμπεργκ τηλεφώνησε στήν κυρία Χίμλερ καί τήν παρακάλεσε νά ἀφήσουν ἥσυχο τόν γιό της. Λίγο μετά τό τηλεφώνημα, ὁ Χίμλερ ἀπαγόρευσε ἄλλες παρενοχλήσεις μέ ἐπιστολή πού ἔστειλε στόν ἐπικεφαλῆς τῆς Γκεστάπο.
Στό τέλος τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μαζί μέ ἄλλους Γερμανούς φυσικούς συνελήφθη ἀπό τά ἀμερικανικά στρατεύματα καί στάλθηκε στήν Ἀγγλία γιά ἀνακρίσεις, ἀλλά τό 1946 ἐπέστρεψε στή Γερμανία καί ἀναδιοργάνωσε μαζί μέ ἄλλους συναδέλφους του τό ἵδρυμα γιά τή φυσική στό Γκέτινγκεν. Αὐτό τό ἵδρυμα τό 1948 μετονομάστηκε σέ Ἰνστιτοῦτο Μάξ Πλάνκ γιά τή φυσική.
Τό ὄνομα ὅμως τοῦ Βέρνερ Κάρλ Χάιζενμπεργκ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τήν ἀρχή τῆς ἀβεβαιότητας ἤ τῆς ἀπροσδιοριστίας. Ὑποστήριζε πώς δέν μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν ὁρμή καί τή θέση ἑνός σωματιδίου ὅσον ἀφορᾷ τήν κβαντική φυσική, καί ὁ βασικός λόγος γι' αὐτό εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ παρατηρητής ἀποτελεῖ μέρος τοῦ πειράματος καί τό ἐπηρεάζει σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε δέν μπορεῖ νά γνωρίζει ὁ ἴδιος ἄν τά διάφορα σωματίδια θά εἶχαν τήν ἴδια συμπεριφορά ἄν αὐτός δέν ἦταν ἐκεῖ: «Ἐάν ἡ μέτρηση τῆς θέσης ἔχει γίνει μέ ἀβεβαιότητα Δχ καί μία ταὐτόχρονη μέτρηση ὁρμῆς ἔχει γίνει μέ ἀβεβαιότητα Δρ, τότε τό γινόμενο τῶν δύο ἀβεβαιοτήτων δέν μπορεῖ νά εἶναι μικρότερο ἀπό τήν τάξη τοῦ μεγέθους h». Στήν ἐργασία του αὐτή ὁ Χάιζενμπεργκ σημείωνε προσεκτικά ὅτι οἱ ἀναπόφευκτες ἀβεβαιότητες Δχ καί Δρ δέν προέρχονται ἀπό ἀτέλειες τῶν πραγματικῶν συσκευῶν μέτρησης ἀλλά ἀπό αὐτήν καθ΄ ἑαυτήν τήν κβαντική συμπεριφορά τῆς ὕλης: ἀπό φαινόμενα, ὅπως λ.χ. ἡ μερικῶς μή προβλέψιμη ἀνάκρουση ἑνός ἠλεκτρονίου ὅταν αὐτό συγκρουστεῖ μέ ἕνα ἀδιαίρετο κβάντο φωτός.
Παράλληλα μέ τήν ἕρευνα, ὁ Χάιζενμπεργκ ἀσχολήθηκε καί μέ τή φιλοσοφία. Τίς διαλέξεις τοῦ Gifford στό Πανεπιστήμιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τῆς Σκωτίας (1955/56) τίς δημοσίευσε στή «φιλοσοφική του διαθήκη», τό ἔργο του «Φυσική καί Φιλοσοφία» (1959, στά ἑλληνικά ἀπό τίς Ἐκδόσεις Κάλβος), ἐνῷ σειρά ἄρθρων του ἀπάρτισαν μία μικρή συλλογή βιβλίων τσέπης μέ τίτλο «Ἡ εἰκόνα τῆς φύσης στή σύγχρονη φυσική» (1957, στά ἑλληνικά ἀπό τίς Ἐκδόσεις Σάκκουλα, ἐξαντλημένο τώρα) καθώς ἐπίσης καί δύο συλλογικούς τόμους διαλέξεων καί ἄρθρων: «Βήματα πέρα ἀπό τά σύνορα» καί «Παράδοση στήν Ἐπιστήμη» (1977).
Ὁ Χάιζενμπεργκ ἦταν διακεκριμένος πιανίστας στήν ἐποχή του καί ἀσχολήθηκε μέ τήν κλασική μουσική. Τό 1937 παντρεύτηκε τήν Ἐλίσαμπεθ Σουμάχερ, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἑπτά παιδιά. Πέθανε ἀπό καρκίνο στό Μόναχο στίς 1 Φεβρουαρίου τοῦ 1976.