Με έναν περίεργο, δυσθυμικό
τρόπο, οι τρεις ταινίες-προτάσεις της σημερινής ημέρας συνδέονται, αλληλοαναγνωρίζονται
και συμπορεύονται. Ταινίες καταπίεσης, κοινωνικού προβληματισμού και ατέλειωτης
μοναξιάς, παρά την φαινομενική διαφορετικότητά τους. Ζωές ανθρώπων που
αναγκάζονται να ζουν στο περιθώριο, περιορίζοντας τα όνειρα, παραχώνοντας τις
επιθυμίες στα υπόγεια της λήθης. Χαμένοι, σκόπιμα ή όχι, χωρίς πια κανένας να
τους αναζητεί (αν όχι κανείς τότε ελάχιστοι), ξεχασμένοι και απομονωμένοι, ταξιδεύουν
με το μυαλό, ονειρεύονται χρησιμοποιώντας συνθηματικά γραμμένα σε χάρτινα
κουτάκια από γάλα, επικοινωνούν με τα μάτια, με τον πόνο και την οδύνη της
περιθωριοποίησης. Η σημερινή μας ξενάγηση στον κόσμο του ντοκιμαντέρ, έναν
κόσμο που δεν στάματα να μας εκπλήσσει καθημερινά, ξεκινά από το φιλμ του Μόρχαν
Κνίμπε, με τον ποιητικό τίτλο “Αυτοί που νιώθουν τη φωτιά να καίει”. Το
περιεχόμενό της όμως μόνο ποιητικό δεν είναι (ίσως λίγο η φόρμα της αφήγησης) καθώς
αναπαριστά, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκειά του, την εξαθλίωση, την οδύνη και τον
βουβό (κάποιες στιγμές εκκωφαντικό) σπαραγμό των προσφύγων κάθε εθνικότητας που
καταφτάνουν στην Ελλάδα με όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Η κάμερα περιπλανιέται
παραισθησιογόνα στους δρόμους της Αθήνας, μπαίνει απρόσκλητη σε σπίτια-τρώγλες,
κρυφακούει τις σκέψεις κατατρεγμένων ανθρώπων, στα όρια της σωματικής, αλλά και
ψυχικής εξάντλησης. Ποτέ άλλοτε η λέξη “παράδεισος” δεν ακούστηκε περισσότερο
ειρωνικά στα αυτιά μας. Εικόνες σοκ (όπως αυτή του σκαρφαλώματος ενός πρόσφυγα
από το σκοινί ενός αραγμένου πλοίου που πρόκειται να φύγει για την Ιταλία) και
πνιχτοί ήχοι συνθέτουν ένα σκηνικό ζοφερούς πραγματικότητας, μετέωρης
περιπλάνησης, ονείρων που καταλήγουν σε εφιάλτη. Είναι γεγονός ότι το αργό
τέμπο της ταινίας εξαντλεί σε έναν βαθμό τον κοινωνικό στοχασμό, το αποτέλεσμα
όμως δεν παύει στο ελάχιστο να παίρνει τις διαστάσεις μαζικής τραγωδίας. Ενός
τελετουργικού θρήνου που θα έπρεπε σίγουρα να προβληματίσει, να εμπλέξει και να
κινητοποιήσει. Τα πρώτα δε λεπτά του φιλμ, αποτελούν ένα υπέροχο δείγμα βουβού,
απροσδιόριστου και συνειδησιακού σινεμά.
Το
δεύτερο ντοκιμαντέρ της ημέρας ακούει στο όνομα “Καλιαρντά” της γνωστής τρανς
ακτιβίστριας (και πρωτεργάτη στους αγώνες των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων) Πάολας
Ρεβενιώτη. Με ερασιτεχνική κάμερα και πενιχρά μέσα η δημοφιλής περσόνα
κατορθώνει να φτιάξει ένα πολύ αξιόλογο ντοκιμαντέρ που ερευνά την προέλευση, την
εξέλιξη και την μοιραία παρακμή των καλιαρντών, της γλώσσας των ομοφυλοφίλων
και των τρανς των ελληνικών αστικών κέντρων από τη δεκαετία του σαράντα μέχρι
την μεταπολίτευση. Αποδεικνύοντας την ικανότητά της στο να παίρνει συνεντεύξεις,
η δημιουργός αναζητά τις βαθιές ρίζες της “γλώσσας του πεζοδρομίου”
συνομιλώντας με ποιητές, γλωσσολόγους και στοχαστές (μικρή, τιμητική εμφάνιση
του Ντίνου Χριστιανόπουλου) και ταυτόχρονα ανασυνθέτει την ολοσχερή απόρριψη
και το αίσθημα εξοβελισμού των σεξουαλικών μειονοτήτων στο θεσμικό και
κοινωνικό περιθώριο. Αυτών που δεν ταίριαζαν στο “ψυχροπολεμικό” μοντέλο του
τριπτύχου “πατρίς-θρησκεία-οικογένεια”, γίνονταν -και γίνονται ακόμη- αντικείμενα
χλευασμού και εξευτελισμού, που καταδιώχτηκαν ως λούμπεν στοιχεία, μονό και
μονό γιατί έψαχναν τρόπους να διοχετεύσουν την καταπιεσμένη σεξουαλικότητά τους.
Η ταινία, παρόλες τις φανερές αδυναμίες της, κατορθώνει να ενσταλάξει μια
αίσθηση μελαγχολίας, για αυτή την τόσο θεατρική γλώσσα, την τόσο απαγορευμένη, αλλά
άδολα χαριτωμένη και βαθιά γοητευτική κοινωνία του διαφορετικού.
Προβάλλεται ξανά την Τρίτη 17 Μαρτίου
στις 20:30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα
Η
τελευταία μας πρόταση, είναι μια ταινία που δυστυχώς (λόγω των τραγικών
πρόσφατων γεγονότων) ακούγεται αβάσταχτα γνώριμη στα αυτιά μας. Το Αμερικάνικο
“Ποιός άρπαξε τον Τζόνι” δεν θα μπορούσε να είναι πιο δυσάρεστα επίκαιρο, αφού
πρόκειται για μια ταινία καταγραφής μιας εξαφάνισης. Αυτής του δωδεκάχρονου
Τζόνι Γκος, καθώς μοίραζε εφημερίδες λίγα μετρά μακριά από το σπίτι του σε μια
μικρή επαρχία της Αϊόβα. Το ντοκιμαντέρ των Ντέιβιντ Μπέιλινσον, Σούκι Χόλι και
Μάικλ Γκαλίνσκι (ο τελευταίος βρέθηκε στην αίθουσα και απάντησε υπομονετικά σε
ουκ ολίγες ερωτήσεις) χρησιμοποιώντας ως σεναριακή πρώτη ύλη την υπόθεση της
πολύκροτης εξαφάνισης του μικρού παιδιού που συγκλονίζει από το 1982, εστιάζει
κυρίως στον σύνθετο χαρακτήρα της μητέρας του Ναρίν, και στην ατέρμονη (στα
όρια της εμμονής) αναζήτηση του χαμένου της γιου. Το φιλμ εσκεμμένα σε
αναγκάζει να θέλεις κι εσύ να παίξεις για λίγο το ρόλο του ντετέκτιβ
πετυχαίνοντας την συναισθηματική σου εμπλοκή με το αντικείμενο, καθώς οι
αγωνιώδεις έρευνες των γονέων σε συνδυασμό με την ανεξήγητα απαθή στάση των
τοπικών (και όχι μόνο) αρχών, καταλήγουν σε απανωτά αδιέξοδα, ή χειρότερα ακόμη
σε υποψίες μιας τεράστιας συνωμοσίας της σιωπής.
Τηλεοπτική, τύπου ριάλιτι
ένταση, και σασπένς που θυμίζουν γνωστές εκπομπές, δίνουν την εντύπωση ενός
στιλιζαρισμένου δημιουργήματος το οποίο όμως οριοθετείται από μια απλούστατη
και τραγική συνάμα παραδοχή: καλύτερα να γνωρίζεις, έστω και την τραγική
κατάληξη, πάρα να μην γνωρίζεις καθόλου. Δυστυχώς στην περίπτωση του νεαρού
Βαγγέλη Γιακουμάκη γνωρίζουμε πια. Αυτό όμως επ’ ουδενί δεν ακούγεται λυτρωτικό,
μάλλον το αντίθετο.
Προβάλλεται ξανά την Τετάρτη 18 Μαρτίου
στις 20:30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα