της ipolinstinplage (Instagram: ipolinstinplage)
“Η αγάπη το βάζει στα πόδια” (“L’amour en fuite”), είναι ο τίτλος της τελευταίας ταινίας της πενταλογίας που έφτιαξε ο Φρανσουά Τριφό, με ήρωα τον Αντουάν Ντουανέλ, alter ego του και αγαπημένο χαρακτήρα του σκηνοθέτη στο σύμπαν που αυτός δημιούργησε. Το σύμπαν αυτό, κάπως σαν αυτό της “Ρομαντικής τριλογίας” του Ντεμί, εκτείνεται σε πολλά φιλμ κι αφορά χαρακτήρες των οποίων οι ζωές συνδέονται, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, κι είναι στο “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” που όλοι τους συναντιούνται, για να βοηθήσουν τον ακόμα εξαιρετικά ανώριμο πρωταγωνιστή του να λύσει μια και καλή (;) τα προβλήματα της ερωτικής του ζωής.
Το “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” δεν εμφανίζεται συχνά σε λίστες με τα καλύτερα φιλμ όλων των εποχών (όπως γίνεται με τα “Τετρακόσια χτυπήματα”), δεν θεωρείται υποδειγματική συνέχεια της ιστορίας του ήρωα αυτού του Τριφό (όπως γίνεται με τα “Κλεμμένα φιλιά” ή ακόμα και το “Παράνομο κρεβάτι”), είναι όμως, για μένα, ένα από τα καλύτερα μέρη της σειράς. Σίγουρα δεν διαθέτει τη σεναριακή επαναστατικότητα των “Τετρακοσίων χτυπημάτων”, δεν προσθέτει νέες οπτικές στην ιστορία μέσω της κάμερας, εμπλουτίζοντάς την, όπως έκανε η αποστασιοποίηση του αρκετά ώριμου Τριφό από τα γελοία γεγονότα στα “Κλεμμένα φιλιά”, μα είναι εκεί που για πρώτη φορά, ο Τριφό δέχεται όχι να κρίνει τρυφερά, μα να επικρίνει τον ακόμα κολλημένο στα δεκάξι ήρωά του, για τη συμπεριφορά του προς όσες είχε αγαπήσει στο παρελθόν, ή αγαπά τώρα, να αντιμετωπίσει αρνητικά, δίνοντας για μια φορά μέσω της κάμερας έμφαση στα συναισθήματα των ηρωίδων, τη συχνά παρενοχλητική του έκφραση προς αυτές, τις χειρονομίες που στο “Αντουάν και Κολέτ” αντιμετωπίζονταν ως άστοχες μα καλοπροαίρετες πράξεις αγάπης, και στο “Παράνομο κρεβάτι” ως αστειάκια, είν’εδώ που το σενάριο μαζί με την κάμερα θα στραφούν προς τον Αντουάν Ντουανέλ και θα τού πουν: “Κάτσε σκέψου λίγο πώς αισθάνονται οι άλλοι μ’αυτά που κάνεις”, κι αυτή την ενσυναίσθηση, δεν την είχαμε ούτε στα φιλοσοφικά “Κλεμμένα φιλιά”, ούτε στο όμορφο, γλυκόπικρο “Παράνομο κρεβάτι”. Στο “Η αγάπη το βάζει στα πόδια”, δεν έχουμε μόνο έναν Τριφό πιο ώριμο, μα επίσης έναν Τριφό πιο σύγχρονο, γιατί η αναγνώριση της συναίνεσης ως έννοια, που έχουμε εδώ, δεν είναι μόνο θέμα ωριμότητας, μα και θέμα νοοτροπίας, κι ο Τριφό πριν από την ταινία αυτή δυστυχώς είχε, σε μεγάλο βαθμό, τη νοοτροπία της εποχής του σ’αυτό το θέμα, μιας εποχής που τη θεωρούσε άνευ σημασίας. Με το “Η αγάπη το βάζει στα πόδια”, ο Τριφό δείχνει ότι την εποχή του, ακόμα και σ’αυτό την ξεπέρασε, όπως είχε κάνει στα “Τετρακόσια χτυπήματα” στο θέμα της νεανικής εγκληματικότητας.
Αυτή την κίνηση λοιπόν είναι που κάνει η κάμερα του Φρανσουά Τριφό, συμπληρώνοντας το σενάριο του Φρανσουά Τριφό, μ’έναν τρόπο λιγότερο φιλοσοφικά βαθύ μα το ίδιο σημαντικό μ’αυτά που έκανε ο συνδυασμός τους στα “Κλεμμένα φιλιά”, κι αυτή η κίνηση μόνο καλύτερη κάνει μια ήδη όμορφη ανασκόπηση της πορείας ενός χαρακτήρα, απ’τα δεκατρία στα τριάντα. Γιατί το “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” δεν είναι, στην πραγματικότητα, φιλμ για το παρόν του Αντουάν Ντουανέλ, μα για το παρελθόν του, κι ίσως και λίγο για το μέλλον του, μα η ιστορία δεν συνεχίζεται, αντίθετα, ο σκοπός εδώ είναι να κλείσει, κι οι αναδρομές στο παρελθόν μέσω κομματιών των προηγούμενων ταινιών – ενίοτε κομμένων στο μοντάζ -, λειτουργούν υπέροχα ως υπενθύμιση των όσων ήδη έχουν συμβεί. Ναι, δεν είναι πάντα απαραίτητες, πολλές φορές η αφήγηση επαρκεί από μόνη της, μα η λειτουργία τους εδώ ως αναμνήσεων τους δίνει μια χροιά μελαγχολική, που δεν υπήρχε στην πρωτότυπη εκδοχή τους. Αν μη τι άλλο το “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” αποτελεί μια έκφραση της επιθυμίας του Τριφό, ταυτόχρονα να επιστρέψει σε οικεία μέρη – το φιλμ, εξάλλου, φτιάχτηκε για να συγκεντρωθούν χρήματα για άλλα πρότζεκτ, αφού θεωρήθηκε ότι το κοινό θα επέστρεφε μετά χαράς να δει τις επόμενες περιπέτειες ενός ήδη γνωστού ήρωα -, και να εφαρμόσει σ’αυτά τα οικεία μέρη, επιστρέφοντας, μια νέα οπτική, να τα βάλει μέσα σε νέα πλαίσια, ώστε η ερμηνεία που βγαίνει να είναι πιο ενήλικη, πιο ώριμη, αυτό που άρχισε με τα “Τετρακόσια χτυπήματα” τελειώνει εδώ, και, παρότι το φιλμ είναι κάπως επιφανειακό, τελειώνει όμορφα. Όμορφα, μ’έναν τρόπο που με ένα λίγο χειρότερο σενάριο, μ’έναν άλλο πρωταγωνιστή θα μπορούσε άνετα να φαίνεται σαν ένα τεράστιο “Ναι μεν… αλλά”, μα που εδώ, με τη βάση που μας δίνεται, με τον ήρωα που έχουμε, μας φαίνεται όμορφος, γιατί απ’τά όσα έχουν δειχθεί έχουμε δει πως οι άλλοι βοηθούν τον Αντουάν όχι γιατί τους ανάγκασε, μα γιατί τον αγαπάνε ακόμα, έστω και λίγο, κι απ’τα όσα έχουμε μάθει για την προσωπικότητά του έχουμε πειστεί πως αξίζει, παρ’όλα τα λάθη του, να νοιαζόμαστε γι’αυτόν, γιατί είναι καλός, παρά την ανωριμότητά του.
Το “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” είναι σίγουρα, λιγότερο καινοτόμο τεχνικά από οποιοδήποτε άλλο έργο της πενταλογίας. Η κάμερα πιο πολύ δείχνει τη συμφωνία του σκηνοθέτη ιδεολογικά μ’ένα σενάριο ήδη ώριμο, παρά προσθέτει η ίδια αυτή τη νέα οπτική, οι ερμηνείες είναι ό,τι έχουμε ήδη δει στα προηγούμενα φιλμ της σειράς, περισσότερο η φωτογραφία γοητεύει, γιατί προσγειώνει έντονα το έργο στην πραγματικότητα, αλλά αν δούμε πως ο Νέστορ Αλμέντρος είχε ήδη δώσει αυτή την απαραίτητη “πεζότητα” σε άλλα βαθιά νοηματικά έργα, σαν τη “Συλλέκτρια” του Ρομέρ, ή το “Άγριο παιδί” του ίδιου του Τριφό, δεν χρειάζεται ν’αναρωτιόμαστε πώς γίνεται να είναι τόσο ωραία.
Για το “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” δεν χρειάζεται να ειπωθούν περισσότερα, κι όσα ειπώθηκαν μπορούν να συνοψιστούν στο εξής: Το φιλμ αυτό είναι όμορφο, γιατί είναι το πιο ενήλικο απ’όλα της πενταλογίας, όχι το πιο βαθύ, όχι το καλύτερο ποιοτικά, μα αυτό με τη μεγαλύτερη υπευθυνότητα και την πιο σύγχρονη ιδεολογία, που βγαίνει από ένα καλό σενάριο, και μια ακόμα πιο ώριμη τεχνική, που δεν το διακωμωδεί. Το μόνο άλλο που θα χρειαζόταν να ειπωθεί είναι αυτό: το “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” είναι επίσης ωραίο, γιατί μέσα από μικρές λεπτομέρειες, ταυτόχρονα ποιητικές μα και ρεαλιστικές, φτιάχνει ένα όμορφο φιλμικό σχήμα κύκλου, συνδέοντας την τωρινή αγάπη του ήρωα, μ’αυτή με την οποία άρχισαν οι ερωτικές του περιπέτειες στο υπέροχο φιλμ μικρού μήκους, “Αντουάν και Κολέτ”, κι εξασφαλίζοντας έτσι στην ταινία αυτή του Τριφό επάξια τον τίτλο όχι απλά του τέλους, μα – στο πλαίσιο της σειράς, όχι της ζωής, φυσικά, του ήρωα -, της κατάληξης.