Η νοσταλγική επίσκεψη στο σχολείο της και το σπίτι, όπου μεγάλωσε
Παρακολουθούσα στο ίντερνετ μια από τις λιγότερο παιγμένες στην τηλεόραση ταινίες της Τζένης Καρέζη, μια ταινία που είχαν πολλά χρόνια να δω, την “Χριστίνα”, μια αστυνομική κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη, διαφορετική από τις συνηθισμένες της εποχής εκείνης, με συμπρωταγωνιστές στο πλευρό της αγαπημένης ηθοποιού τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Ένα μικρό μέρος της ταινίας είχε γυριστεί στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1960. Οι ηθοποιοί βρέθηκαν στην πόλη, όπου επικράτησε πραγματικός πανζουρλισμός με την Τζένη να γίνεται αντικείμενο λατρείας και κυνηγητού από τους Θεσσαλονικείς και ν’ αναδεικνύεται πραγματικός “κυβερνήτης” της πόλης για μια εβδομάδα – όσο διήρκεσαν τα γυρίσματα της ταινίας στη συμπρωτεύουσα.
Μια άλλη μέρα πάλι, όταν σύμφωνα με το σενάριο η Τζένη έπρεπε να καταδιώξει τον Ανδρέα Μπάρκουλη μ’ ένα ταξί στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ο Δαλιανίδης είχε ζητήσει από την πρωταγωνίστριά του να κρυφτεί μέσα στο ταξί, ώστε να μην την αντιληφθούν οι θαυμαστές της. Αυτή τη φορά δεν πέτυχε το σχέδιο και οι θαυμαστές όχι απλά αντιλήφθηκαν την ηθοποιό, αλλά πολιόρκησαν το ταξί και κρατώντας φωτογραφίες, μολύβια, χαρτιά και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, ζητούσαν αυτόγραφα.
Αρνούμενη να απαντήσει σε αδιάκριτες ερωτήσεις, η ηθοποιός παρατήρησε ότι “δεν πρέπει να βγάζουμε την ζωή των ηθοποιών στο πιάτο”. Στην παρατήρηση του δημοσιογράφου τι πρέπει να γίνεται όταν το πιάτο αυτό είναι “ορεκτικό”, η απάντηση της Τζένης ήταν σαφής: “Αφήστε να το γευθεί μόνος του ο καλλιτέχνης”. Παραδεχόταν, ωστόσο, ότι δεν θα ήθελε να παντρευτεί ηθοποιό και αυτό να ήταν ο λόγος να εγκαταλείψει την ηθοποιία, “επειδή θα το ήθελε ο σύζυγός μου”, ενώ έκανε και την αυτοκριτική της: “Παραδέχομαι πως είμαι τρομερά εγωίστρια… παραδέχομαι ότι είμαι τρομερά σπάταλη… παραδέχομαι ότι είμαι απίστευτα κοκέτα.. καπνίζω πολύ.. είμαι λαίμαργη… είμαι όλο μεταπτώσεις… Αλλά δεν είμαι διόλου ζηλιάρα… Με τους ανθρώπους που αγαπώ, είμαι πάντα τρυφερή”.
Στο βάθος κάποιες σκιές δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία μας.
– Ανεβαίνουμε; Θα σου δείξω την τάξη μου…
Έτσι όπως την βλέπω με τόση νοσταλγία στα μάτια, καθισμένη στο θρανίο που καθόταν τότε, σα να μου φαίνεται για μια στιγμή πως μπροστά μου έχω ένα μικρό κοριτσάκι, μια μαθητριούλα, που περιμένει την σειρά της για να “βγει στον πίνακα”.
Το άλλο πρωί επισκεφθήκαμε και πάλι το σχολείο, όπου μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονης συγκινήσεως, η Τζένη ξανάδε τον καθηγητή της των μαθηματικών και τώρα γυμνασιάρχη της ιδίας σχολής κ. Αθανασίου, ανακατεύθηκε με τις μαθήτριες και για μια ακόμα φορά μοίρασε μερικές… εκατοντάδες αυτόγραφα.
Αλλάς ας ξανάρθουμε στο “χθες”.
Και ξάφνου σαν κάτι να θυμάται. Στο φως του λαμπτήρα της εξώπορτας ψάχνει ερευνητικά στον… τοίχο..
– Να το.
– Ποιο;
– Το όνομά μου…
Τώρα το όνομά της γράφεται με πελώρια φωτεινά γράμματα στις προσόψεις των θεάτρων και των κινηματογράφων…
Θεσσαλονίκη, η ώρα των αναμνήσεων περνά…”
Και λίγα λόγια για την υπόθεση της ταινίας “Χριστίνα”, που έδωσε την αφορμή γι’ αυτό το ωραίο, νοσταλγικό ταξίδι, όπως δημοσιεύτηκε στον τύπο:
“Δύο αδέλφια, η Χριστίνα και ο Λάζαρος, έχουν την εντύπωση ότι κάπου στις φλέβες τους κρύβουν ένα καταπληκτικό αστυνομικό δαιμόνιο. Το ψώνιο τους αυτό, εφόσον δεν υπάρχει αφορμή για δράση, βρίσκεται σε νάρκη. Κάποτε πληροφορούνται ότι στη Θεσσαλονίκη τριγυρνά ένας τρομερός “ποντικός” των ξενοδοχείων, επικηρυγμένος για 300 χιλιάδες δραχμές. Και τότε τα δυο αδέλφια καταλαβαίνουν πως η μεγάλη στιγμή έφθασε. Αφήνουν τις δουλειές τους (σ.σ. για την ακρίβεια απολύονται) και αρχίζουν το κυνήγι για την ανακάλυψη του κλέφτη. Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά που έχει δώσει η αστυνομία, ο κλέφτης είναι “μάλλον καστανός, μάλλον νέος και φορά ένα παράξενο δακτυλίδι”. Αλλά η περιγραφή αυτή ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του Δημήτρη, το γιο του ιδιοκτήτη του καταστήματος που εργάζεται η Χριστίνα.
Έτσι, οι δυο τολμηροί… Σέρλοκ Χολμς αρχίζουν να τον παρακολουθούν συνεχώς και όταν αυτός φεύγει για την Αθήνα, τον ακολουθούν. Στο αεροπλάνο ο Λάζαρος γνωρίζεται με κάποιον επιβάτη, στον οποίο φανερώνει την “αστυνομική” του ιδιότητα και του μιλά για τον διαρρήκτη που κυνηγάνε. Ακολουθούν αμέτρητες κωμικές σκηνές, τα δυο αδέλφια και ο Δημήτρης συλλαμβάνονται, ώσπου στο τέλος θριαμβεύει η αλήθεια και ο κλέφτης συλλαμβάνεται“.
Παρακολουθώντας ξανά την ταινία μετά από χρόνια, διαπίστωσα ότι το θέμα κατ’ αρχήν έχει ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο επειδή διέφερε από τα συνήθη των ελληνικών ταινιών της εποχής. Ωστόσο, η μεγάλη αδυναμία της ταινίας είναι η μονοδιάστατη εξέλιξη των χαρακτήρων, κάτι σύνηθες για τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά η μεγαλύτερη αδυναμία είναι η εξέλιξη στο τέλος, όπου ο κλέφτης συλλαμβάνεται εκτός οθόνης και όχι από τους εμπλεκόμενους στο κυνήγι αναζήτησής του – μην προσβληθεί και η ελληνική αστυνομία ως ανίκανη να πιάσει έναν “Φαντομά”! Γενικά, όμως, θεωρώ ότι είναι μια αρκετά υποτιμημένη (από τους τηλεοπτικούς σταθμούς) ταινία, που θα μπορούσε να προβάλλεται συχνότερα, καθώς διαθέτει αρκετές αστείες στιγμές, όπως το μπέρδεμα μ’ ένα κλεμμένο βραχιόλι που οδηγεί τους τρεις πρωταγωνιστές στη φυλακή, ενώ στην ταινία ακούγεται για πρώτη φορά και μια κλασική, δαλιανίδεια ατάκα: “Τι θα γίνει αν δεν είναι η ώρα η δική μου, αλλά έρθει η ώρα του πιλότου;”
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 7 Νοεμβρίου 1960 και την πρώτη εβδομάδα προβολής της ήρθε πρώτη κόβοντας 86.445 εισιτήρια. (Να σημειωθεί ότι η δεύτερη ταινία της εβδομάδας ήταν η γαλλική “Θέλετε να χορέψετε μαζί μου;” με την Μπριζίτ Μπαρντό, που είχε κόψει μόλις 34.899 εισιτήρια, ενώ η “Μανταλένα”, στην τρίτη όμως εβδομάδα προβολής της, είχε κόψει 13.947 και συνολικά μέχρι τότε 192.376)
Αυτή ήταν η διαφήμιση της “Χριστίνας” στις εφημερίδες της εποχής: