Το μοναδικό Casino του Λευκού Πύργου διαφημιζόταν ως music hall, café, restaurant, theater, petites femmes, très chic. Βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο μνημείο του Λευκού Πύργου και διέθετε έναν áνετα διαμορφωμένο κήπο, ο οποίος αποτελούσε σημείο αναφοράς για την κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης.
Μετά τις 4 το απόγευμα, ο κήπος γέμιζε με αξιωματικούς όλων των εθνών και οικογένειες της πόλης που απολάμβαναν το απεριτίφ ή το παγωτό τους. Η θέα στον Θερμαϊκό κόλπο ήταν μοναδική, ενώ οι συναυλίες στον κήπο προσέφεραν μια εξαιρετική μουσική εμπειρία.
“Μετά τις 7 το βράδυ μπορούσε να δειπνήσει κανείς στις ταράτσες με θέα τον κήπο και τη θάλασσα ή ακόμη στη μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου. Εκεί υπήρχε μουσική και κυρίως γυναίκες: καλλιτέχνιδες από γειτονικά καμπαρέ και μερικές κοσμοπολίτισσες με ακαθόριστο ρόλο… Óλες τους πρόθυμες να πουλήσουν τα κάλλη τους,” όπως είχε σχολιάσει χαρακτηριστικά ο P. Roussel, ο οποίος σημείωσε ότι “time is money”.
Οι αφίσες του Casino διαφήμιζαν με πομπώδη τρόπο το music hall. Η αίθουσα του θεάματος ήταν ευρύχωρη, χωρίς κάτι ιδιαίτερο στη διακόσμηση, αλλά επικοινωνούσε άμεσα με το εστιατόριο και τον προθάλαμο που έβλεπε στον κήπο.
Μια μπάντα τσιγγάνων συνόδευε τους καλλιτέχνες και έπαιζε μουσική κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων. Το θέαμα, ωστόσο, είχε ένα έντονα αισθησιακό ύφος που κατέληγε πολλές φορές να είναι απογοητευτικά χυδαίο. Ο θίασος αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες: τραγουδίστριες (diseuse), επιθεωρησιακές ηθοποιούς και τις κλασικές χορεύτριες που έρχονταν από την Τουρκία ή την Ινδία.
Μόλις η αυλαία σηκωνόταν στις 8:30, σε μια ήδη κατάμεστη αίθουσα, ξεκινούσε το πανδαιμόνιο.
“Ένα πραγματικό χάος, μια τρέλα απερίγραπτη. Φανταστείτε 300 ή 400 νεαρούς άνδρες στοιβαγμένους σε μια στενή αίθουσα, οι οποίοι με την εμφάνιση κάθε καλλιτέχνιδας ούρλιαζαν, χτυπούσαν το πάτωμα και τα μαρμάρινα τραπεζάκια με τα μπαστούνια τους και περιφέρονταν σχηματίζοντας παρέες”
Το Casino του Λευκού Πύργου αντιπροσώπευε τη διασκέδαση και τη joie de vivre μιας άλλης εποχής. Ήταν ένας χώρος που συνδύαζε τη μουσική, την τέχνη, τον αισθησιασμό και την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της πόλης. Εκεί όπου η διασκέδαση μετατρεπόταν σε πανδαιμόνιο και η θέα στον Θερμαϊκό συνδυαζόταν με τον ήχο μιας τσιγγάνικης μπάντας και τη βουή ενός ενθουσιασμένου κοινού.