Ιστορίες που μας διηγήθηκε τακτικός θαμώνας των σινεμά πορνό της πόλης.
Τα τσοντοσινεμά δεν ήταν μια ακόμη κλειστή αίθουσα για να απομονωθείς. Ήταν η μυστική πόρτα που σε οδηγούσε σε ένα μέρος όπου κανένας δεν σε έκρινε, κανείς δεν σε κατηγορούσε για τις επιθυμίες σου, ήταν ένα μέρος όπου με ένα χρηματικό αντίτιμο δεν ένιωθες “περίεργος”. Η ιεροτελεστία είχε βήματα.
Πρώτα έκανες βόλτα μπροστά από το σινεμά για να “κόψεις κίνηση”. Μετά παρατηρούσες γύρω για να μη σε δεί κανένας γνωστός. Μετά χαιρετούσες τον ταμία, αγχωμένος, μέχρι να σου χαμογελάσει, έπαιρνες το “μαγικό” εισιτήριο, τις απαραίτητες προφυλάξεις, και βυθιζόσουνα στο σκοτάδι της αίθουσας παρατηρώντας φιγούρες. Η ταινία αδιάφορη για την πλειονότητα όμως προσέφερε το απαραίτητο φως για να διαλέξεις ή να σε διαλέξουν. Η προσέγγιση διέφερε.
Υπήρχαν οι πρωτάρηδες που δειλά δειλά πλησίαζαν. Ένα κάθισμα τη φορά μέχρι να μπορεί να σε ακουμπήσει. Υπήρχαν και οι έμπειροι που με “θράσος” σε ακολουθούσαν παντού με την ελπίδα ότι θα τον διαλέξεις. Μια άλλη κατηγορία οι λεγόμενοι “ηδονοβλεψίες” διάλεγαν τις κεντρικές θέσεις γιατί ξέρανε ότι οι γωνίες προσφέρονται για παιχνίδι. Οι φωνές της ταινίας, με τις φωνές των “θεατών” δημιουργούσαν μια περίεργη ατμόσφαιρα, ερωτική, λίγο πρωτόγονη αλλά ταυτόχρονα διονυσιακή.
Αγόρια με τσάντες που μέσα κρύβανε γυναικεία ρούχα και περούκες, τουαλέτες που γίνονταν καμαρίνια και τα “λερωμένα” πατώματα μετατρέπονταν σε πασαρέλα για κόσμο που κρυβόταν στην κανονική τους ζωή. Σπανίως έβλεπες και ζευγάρια ετερόφυλων. Η γυναίκα ηδονιζόταν στην ιδέα πως ήταν η πρωταγωνίστρια στην κορύφωση ανδρών που δεν ήξερε το όνομά τους, δεν έβλεπε το πρόσωπο τους. Στα τσοντοσινεμά της εποχής του 90′ υπήρχε η ψευδαίσθηση πως το σεξ δεν έχει ταμπού, δεν έχει δεσμεύσεις, όλα αυτά μέχρι την ώρα που έβγαινες ξανά στον “κανονικό κόσμο”.
Στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’90, τα πορνό σινεμά είχαν αρχίσει ήδη να παρακμάζουν, αλλά υπήρχαν ακόμα μερικά κρυμμένα στους σκοτεινούς δρόμους του κέντρου. Ο Στέλιος, ένας τριαντάρης υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρεία, έμπαινε σε ένα από αυτά κάθε Παρασκευή βράδυ μετά τη δουλειά. Είχε βαρεθεί την ανιαρή του καθημερινότητα και έβρισκε στα σινεμά αυτά μια μικρή απόδραση, μια αίσθηση ελευθερίας που δεν ένιωθε στην προσωπική του ζωή.
Ένα βράδυ, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Καθώς έπαιρνε θέση στο μισοάδειο σινεμά, παρατήρησε μια γυναίκα που καθόταν λίγες σειρές πιο πίσω. Ήταν η Άννα, παλιά συμμαθήτριά του από το λύκειο, η οποία έμενε για χρόνια στο εξωτερικό. Ήταν απρόσμενο και αμήχανο να τη δει εκεί, σε ένα χώρο τόσο αντισυμβατικό και προσωπικό.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, αλλά κανένας δεν έκανε κίνηση να μιλήσει. Η ταινία ξεκίνησε, αλλά ο Στέλιος δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Έβραζε από αγωνία, και μια εσωτερική σύγκρουση μεγάλωνε μέσα του. Όταν η προβολή τελείωσε και τα φώτα άναψαν, η Άννα πλησίασε αργά προς την έξοδο, αλλά για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια ο Στέλιος ένιωσε το θάρρος να κάνει κάτι αυθόρμητο. Την ακολούθησε και, στον στενό δρόμο έξω από το σινεμά, τη φώναξε με το όνομά της. Εκείνη τον πήρε σπίτι της.
Ο Μάνος ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού δισκοπωλείου στη Σαλαμίνα, αλλά όταν μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για να ακολουθήσει τη γυναίκα του, ο δρομος τον έβγαλε ένα βράδυ κοντά στον σταθμό του ΟΣΕ και στο Βίλμα. Πήγαινε κάθε μέρα, όχι μόνο για να επιβλέπει την επιχείρηση, αλλά και για να νιώσει τον παλμό των πελατών του. Εκεί, άρχισε να παρατηρεί έναν άντρα που καθόταν πάντα στην ίδια θέση, με το βλέμμα να κοιτάει μόνο το πάτωμα. Τους συνέδεε ένα ανομολόγητο μυστικό: εκείνος ο άντρας ήταν ο πρώην της γυναίκας του, και κάθε φορά έφευγε αγκαλιά με ένα νεαρό αγόρι.
Η Βέρα ήταν μία γυναίκα γύρω στα 50φεύγα, νοικοκυρά που πάντα ακολουθούσε τα κοινωνικά “πρέπει”. Κάθε Τετάρτη απόγευμα έφευγε δήθεν για να πάει στη λαϊκή, αλλά το πραγματικό της δρομολόγιο την έφερνε στο Λαϊκόν. Φορούσε πάντα ένα μαντήλι στο κεφάλι και ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Περνούσε τα απογεύματά της κοιτώντας τους άντρες που μπαινόβγαιναν. Κάποτε γνώρισε τον Αλέκο, έναν διανοούμενο που πήγαινε εκεί για «ψυχολογική ανάλυση» των πελατών. Τα έφτιαξαν για ένα διάστημα, και δεν ξαναγύρισαν στο σινεμά.
Ο Δημήτρης, ηλεκτρολόγος από τον Εύοσμο, ήταν τακτικός θαμώνας στη Βίλμα. Πήγαινε πάντα Σάββατο βράδυ, όχι μόνο για τις ταινίες, αλλά για τις ανολοκλήρωτες συναντήσεις με μια μυστηριώδη ξανθιά γυναίκα που καθόταν πάντα στο πίσω μέρος της αίθουσας. Την έβλεπε σχεδόν κάθε φορά που πήγαινε, αλλά ποτέ δεν μιλούσαν. Καλά καλά δεν έβλεπε το πρόσωπό της αλλά τη φανταζόταν. Οι ματιές τους, όμως, αντάλλασσαν χίλιες λέξεις. Κάποια στιγμή, εμαθε πως ήταν τρανς γυναίκα, την πλησίασε, και τα βρήκαν.