ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΤΕ… ΤΟ ΚΑΚΟ ΦΙΛΜ!
της ipolinstinplage (Instagram: ipolinstinplage)
Το “Πυροβολήστε τον πιανίστα” του Φρανσουά Τριφό ξεκινά μ’ένα εξαιρετικό πλάνο του εσωτερικού ενός πιάνου, με τα σφυράκια που χτυπούν τα πλήκτρα, για να παραχθεί μουσική. Η ένταση εδώ, που παράγεται μόνο από αυτή την εικόνα και τον ήχο, είν’αρκετή, και δεν χρειάζεται τίποτ’άλλο, καμία σκηνοθετική εμπλοκή, κανένα γκρο πλαν ή τράβελινγκ, για να αγγίξει τον θεατή. Αυτό το καταλαβαίνει ένας καλός σκηνοθέτης, κι ο Τριφό είναι τέτοιος. Κι έτσι εδώ δεν έχουμε τίποτ’άλλο παρά την εικόνα και τη μουσική.
Το “Descente aux enfers” (“Κάθοδος στην Κόλαση”, σε απευθείας μετάφραση), του Φρανσίς Ζιρό, ξεκινά μ’ένα γενικό πλάνο ενός σκοτεινού δρόμου του Πορτ Ό Πρενς, με μια φωτογραφία υποβλητική μα κάπως ανεπαρκή, και μια μουσική απλά στερεοτυπικά “νουάρ”, από τον ίδιο συνθέτη που “έντυσε” μουσικά τόσο αποτελεσματικά το έργο του Τριφό. Εδώ η φωτογραφία κι η μουσική δεν είναι αρκετές, για να παράξουν την ένταση που θέλει να μεταδώσει ο Ζιρό στον θεατή, μα αυτός μένει στο γενικό πλάνο, νομίζοντας ότι αυτό δεν ισχύει. Αυτό θα το καταλάβαινε ένας καλός σκηνοθέτης.
Η διαφορά ανάμεσα στο “Πυροβολήστε τον πιανίστα” του Τριφό και το “Descente aux enfers” του Ζιρό – φιλμ βασισμένα και τα δύο σε βιβλία του Ντέιβιντ Γκούντις -, δεν είναι όμως απλά η σκηνοθεσία. Αυτό θα σήμαινε ότι όλα τ’άλλα στοιχεία και των δύο είναι τέλεια, μα αυτό, όπως είδαμε, δεν ισχύει. Θα έπρεπε φυσικά να αναφέρουμε ότι ο Τριφό ξέρει να παράγει τρυφερότητα με τη σκηνοθεσία του, κάτι που ο Ζιρό αγνοεί, ότι ο Τριφό ξέρει με την κάμερά του να βγάλει ένταση τρομερή και άμεση – η μισή απ’αυτή την αμεσότητα πρέπει βέβαια να χρεωθεί στον Κλοντ Μποσολέιγ, που κίνησε τόσο καλά τη συσκευή – μα μαζί μ’αυτό, πρέπει να πούμε ότι ξέρει να αποδίδει με λεπτομέρεια μια σχέση στο σενάριο του, ένα σενάριο που στο φιλμ του Ζιρό ζητάει λίγο περισσότερες στιγμές μεταξύ των δύο όχι τόσο αγαπημένων πια συζύγων-πρωταγωνιστών. Πρέπει να πούμε ότι ο Ραούλ Κουτάρ έδωσε στο φιλμ του Τριφό έναν χρωματικό τόνο έντονα τραχύ, κατάλληλο για μια τόσο απαισιόδοξη ιστορία, ενώ απ’ τη φωτογραφία του Σαρλί Βαν Νταμ λείπει αυτό το “κάτι” που θα την έκανε πραγματικά δυνατή. Πρέπει να πούμε ότι η ερμηνεία του Σαρλ Αζναβούρ στο φιλμ του Τριφό ήταν βαθιά ανθρώπινη και όμορφα συναισθηματική, μ’ αυτό τον υπέροχο δισταγμό ανάμεσα σε πολλές προτάσεις, με τα βλέμματα που χωρίς καν διάλογο επικοινωνούσαν το τραύμα που είχε αφήσει στον ήρωά του το παρελθόν, ενώ ούτε ο Κλοντ Μπρασέρ, ούτε η Σοφί Μαρσό, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ταινίας του Ζιρό, είχαν ερμηνείες που απέδιδαν όσο θα’ πρεπε την άσχημη κατάσταση της σχέσης τους.
Τι είναι, όμως, αυτό που θα έκανε τη μουσική κάτι καλύτερο από “στερεοτυπικά νουάρ”, αυτό που θα έκανε δυνατή τη φωτογραφία, αυτό που θα έκανε επαρκείς τις ερμηνείες;
Δεν μπορώ να προσδιορίσω μ’ ακριβείς όρους, τι έλειπε από τις ερμηνείες, τη μουσική και τη φωτογραφία του “Descente aux enfers”. Μπορώ πάντως να πω ότι, ως σύνολο, το φιλμ αυτό αφήνει μια αίσθηση του ανικανοποίητου, τεχνικά είναι ένα διαρκές “τόσο κοντά”, ενώ, και πάλι μιλώντας για την τεχνική, το φιλμ του Τριφό χτυπάει ακριβώς τον στόχο.
Δεν μπορώ λοιπόν, βλέποντας το “Descente aux enfers” να πω, έτσι απλά, ότι ο Φρανσίς Ζιρό είναι κακός σκηνοθέτης. Σίγουρα είναι ένας ανεπαρκέστατος σκηνοθέτης, ειδικά για μια ταινία με θέματα τόσο υποσχόμενα, όσο το παρελθόν που στοιχειώνει, και οι ερωτικές σχέσεις που καταρρέουν. Αλλά το βασικό πρόβλημα του φιλμ του δεν έγκειται στον ίδιο, μα σ’άλλα στοιχεία του, που είναι απλά καλά, αντί να είναι ξεχωριστά, όπως είναι τα αντίστοιχα του “Πυροβολήστε τον πιανίστα”. Θα’πρεπε οι ερμηνείες, η φωτογραφία, κι η μουσική του “Descente aux enfers” να μοιάζουν μ’αυτά του εξαιρετικού νουάρ του Τριφό; Όχι, γιατί μιλάμε για διαφορετικό είδος ταινίας, με διαφορετικές απαιτήσεις. Μα, αυτό που μπορούμε με σιγουριά να πούμε, είναι ότι στον Τριφό, ολ’αυτά υπάρχουν στην εντέλειά τους, ενώ στο φιλμ του Ζιρό, απλά υπάρχουν.