Ποιος θυμάται το Λουξεμβούργο; Τότε που η θάλασσα έγλειφε την ακτή και το αεράκι μύριζε αλμύρα και ξεγνοιασιά. Εκεί, στην περιοχή του Ποσειδωνίου, πριν η επιχωμάτωση εξαφανίσει τις πλαζ, πριν τα κέντρα αναψυχής χαθούν στη λήθη και τα παραθαλάσσια αρχοντικά δώσουν τη θέση τους στο μπετόν, βρισκόταν το θρυλικό «Λουξεμβούργο».
Από τη δεκαετία του ’30, η ταβέρνα αυτή στεγαζόταν στο χώρο ενός εγκαταλειμμένου καθολικού μοναστηριού και γινόταν σημείο συνάντησης για τους αστούς και τους κοσμικούς της πόλης. Ο Αθανάσιος Ροκάκης το ίδρυσε το 1931 και, αργότερα, ο γιος του, Γεώργιος, πήρε τη σκυτάλη. Οι επιχειρήσεις Κούμπου ανέλαβαν μέχρι το 1966, όταν και γράφτηκε ο επίλογος της λαμπρής του πορείας.
Εκεί, σταρ και άγνωστοι γλεντούσαν παρέα. Τα τραπεζάκια έβγαιναν ως το κύμα, το μεσημέρι γινόταν νύχτα και το βράδυ ξημέρωμα. Το «Λουξεμβούργο» μπορούσε να φιλοξενήσει μέχρι 800 άτομα και γέμιζε με τις νότες από τις ορχήστρες του Πάρμεν, του Μαύρου, του Σπάθη, του Καρανίκα και ιταλικά σχήματα όπως οι «Ι Demoni». Από τη σκηνή του πέρασαν φωνές και μορφές θρυλικές: η Νάνα Μούσχουρη, με τον Μάνο Χατζιδάκι στο πιάνο, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Χάρι Κλυν με τα πρώτα του σκετσάκια, ο Γιώργος Οικονομίδης, ακόμα και η Γαλλίδα Ρίτα Κάντιλακ, που σόκαρε την πόλη με το τολμηρό της πρόγραμμα.
Το κέφι ξεχείλιζε και οι ιστορίες που γεννήθηκαν εκεί έγιναν μύθοι. Όπως εκείνο το βράδυ που οι καπνέμποροι, μερακλωμένοι, πήραν το πιάνο, το φόρτωσαν σε καΐκι, μαζί με την ορχήστρα, και συνέχισαν το γλέντι τους εν πλω, μέχρι που το πιάνο κατέληξε στη θάλασσα. Την επόμενη, έστειλαν ένα καινούργιο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Λένε πως ο Τζορτζ Πολκ, ο Αμερικανός δημοσιογράφος, δείπνησε στο «Λουξεμβούργο» λίγο πριν εξαφανιστεί και βρεθεί νεκρός στον Θερμαϊκό, δένοντας το όνομά του με τη σκοτεινή πλευρά της πόλης.
Σήμερα, εκεί που κάποτε έσφυζε η ζωή, στην αρχή της οδού Πιττακού, στέκει μια οκταώροφη οικοδομή, μισοτελειωμένη και ακατοίκητη. Μόνο μια παλιά επιγραφή με το όνομα «Λουξεμβούργο» στέκει να θυμίζει τις αλλοτινές δόξες. Όσοι πρόλαβαν να ζήσουν το «Λουξεμβούργο», κρατούν ακόμα τη νοσταλγία του σαν ένα παλιό τραγούδι που σιγοψιθυρίζεται τα βράδια, όταν φυσάει ο αέρας απ’ τη θάλασσα.