Ο Δημήτρης Πιστιόλας, συνταξιούχος των ΕΛΤΑ, ήταν κάτοχος του μεγαλύτερου κινηματογραφικού μουσείου παγκοσμίως. Σε δύο μικρούς χώρους στην Αθήνα απλώνεται η αναγνωρισμένη επί μια δεκαετία από τα ρεκόρ Γκίνες συλλογή του.
Πριν μερικά χρόνια έγινε ντοκιμαντέρ από τον σκηνοθέτη Χρήστο Σαγιά, Θεσσαλονικιό πολυπράγμονα σκηνοθέτη, και μιας και πρόσφατα το Αριστοτέλειο έπαιξε την ταινία αυτή, τη θυμηθήκαμε, και ζητήσαμε από το Χρήστο να μας πει δυο κουβέντες. Ο Χρήστος έκανε ένα ντοκιμαντέρ που του έμαθε πως το να συλλέγεις τον χρόνο, είναι εύκολο. Δύσκολο είναι να τον γεμίσεις με όμορφες στιγμές.
Χρηστο αρχικά, πώς ανακάλυψες την ιστορία του Πιστιόλα;
Η ιστορία του Δημήτρη Πιστιόλα ήρθε στην προσοχή μου με έναν εντελώς απρόσμενο και τυχαίο τρόπο. Τον Σεπτέμβρη του 2017 έτυχε να πετύχω στην τηλεόραση σε επανάληψη ένα επεισόδιο από τον “Όμορφο Κόσμο” με τον Γρηγόρη Αρναούτογλου στο οποίο το ρεπορτάζ αφορούσε τον κύριο Δημήτρη και την συλλογή του. Αμέσως μαγνητίστηκα από τον χαρακτήρα και τον χώρο του και μετά από μια σύντομη αναζήτησή στο διαδύκτιο ώστε να βρω μια επαφή, επικοινώνησα με την οικογένεια του το ίδιο κιόλας βράδυ.
Το τηλέφωνο το σήκωσε η σύζυγος του Αρετή, που ήταν κάτι σαν ατζέντης του! Μια πανέξυπνη και πολύ φιλική γυναίκα που ήξερε να κάνει όλες τις κατάλληλες ερωτήσεις και να σε κερδίζει από το πρώτο λεπτό. Αφού μιλήσαμε στο τηλέφωνο και του εξήγησα πως είμαι φοιτητής του Τμήματος Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη και πως θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω από κοντά, με προσκάλεσε με χαρά στο Μουσείο του στην Αθήνα. Λίγες μέρες μετά αφού συζήτησα την περίπτωση του με τον συμφοιτητή και συνεργάτη που Παύλο, που ήταν εν τελει και ο μοντέρ της ταινίας, πήραμε το τρένο και δύο κάμερες στην τσάντα και κατεβήκαμε για να τον συναντήσουμε.
Ποια ήταν η διαδικασία προετοιμασίας για την δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ;
Ήταν μια αρκετά ανορθόδοξη και αυθόρμητη διαδικασία αλλά ταυτόχρονα μοναδική και πολύ δημιουργική. Συνήθως ένα ντοκιμαντέρ ξεκινάει με πολλή έρευνα στην προπαραγωγή του, με την εύρεση κατάλληλης αφηγηματικής προσέγγισης και των κατάλληλων συνεργατών. Παρ’όλα αυτά σε αυτή την περίπτωση κινηθήκαμε πολύ διαισθητικά. Το πρώτο γύρισμα έγινε στην πρώτη κιόλας γνωριμία μας με μια συνέντευξη μέσα στο μουσείο και κάποιες λήψεις των μηχανών του.Μέσα στο ταξίδι ανακάλυψης και αποτύπωσης της ιστορίας του που διήρκησε περίπου 2 χρόνια μέχρι και το τέλος του 2019, είχαμε πολλά ταξίδια από και προς Αθήνα. Πολλές συνεντεύξεις, επισκέψεις στους χώρους του κ. Δημήτρη, επιθεώρηση αρχειακού υλικού, συζητήσεις γύρω από τη δομή και τις ανάγκες μας, πραγματικά δεν είχε τέλος!
Σιγά σιγά όμως, με τον κατάλληλο χρόνο, ζήλο και επικοινωνία διαμορφώθηκε η τελική ομάδα συνεργατών, ήρθε και η συμπαραγωγή με την Cosmote TV και συγκεκριμένα με τις Νατάσα Βερώνη και Άρτεμις Σκουλούδη, οι οποίες έδωσαν μια νέα προοπτική στο ντοκιμαντέρ, καθώς πλέον υπήρχαν και οι κατάλληλοι οικονομικοί πόροι ώστε να αναβαθμιστεί η ποιότητα της παραγωγής.
Τι είδους έρευνα κάνατε για να κατανοήσετε καλύτερα τον Δημήτρη και την συλλογή του;
Όλη η έρευνα ξεκίνησε από μια έντονη περιέργεια αλλά και από μια σταδιακή προσωπική γνωριμία. Το συγκεκριμένο φιλμ προέκυψε σε μεγάλο βαθμό λόγο της συναισθηματικής σχέσης και το αίσθημα δέους και θαυμασμού που αναπτύχθηκε με όλη την οικογένεια Πιστιόλα αυτά τα 2 χρόνια και αυτό είναι κάτι που πιστεύω πως έχει αποτυπωθεί στον χαρακτήρα και την αύρα του.
Όσο πιο πολύ γνωριζόμασταν με τον κ. Δημήτρη, την γυναίκα του κα Αρετή και την κόρη τους Θεοδώρα τόσα περισσότερα θέλαμε να μάθουμε. Παρά όμως την όποια έρευνα, η αφήγηση ξετυλίχθηκε ακόμα περισσότερο όταν προστέθηκαν στην ιστορία μας οι παρουσίες, αφηγήσεις και παρατηρήσεις των θρυλικών κινηματογραφιστών Νίκου Καβουκίδη, Παντελή Βούλγαρη, Γιώργου Φρέντζου και Περικλή Χούρσογλου.Όταν έχεις τόσο μεγάλες προσωπικότητες της εγχώριας κινηματογραφικής βιομηχανίας να δίνουν αξία στον άνθρωπο και την ιστορία που θέλεις να πεις, αυτομάτως το βάρος της ευθύνης σου να πεις κάτι που πραγματικά έχει αξία και να μην αφήσεις καμία απορία αναπάντητη, πολλαπλασιάζεται.
Πώς ήταν σαν χαρακτήρας;
Ο κ. Δημήτρης ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος και σπάνιος άνθρωπος. Ένας πραγματικός ιδεαλιστής και παθιασμένος καλλιτέχνης. Δεν ήταν απλά ένας συλλέκτης αντικειμένων, ήταν οραματιστής. Ήθελε να αφήσει κάτι πίσω του, στην πατρίδα και τον λαό του. Αυτό που από την πρώτη στιγμή με έκανε να τον θαυμάσω και να τον σεβαστώ είναι πως ήταν ένας μεροκαματιάρης άνθρωπος που δεν δίστασε να δώσει 50 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του για ένα πάθος. Όχι όμως οποιοδήποτε πάθος, περισσότερο μια υπέρβαση που σκοπό είχε να αφήσει τον κόσμο λίγο καλύτερο απ’ ότι τον βρήκε. Να του αφήσει γνώση, μνήμη και δέος για το τι μπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος αν βάλει όλη του την ενέργεια σε κάτι σπουδαίο. Όπως λέει και κάποια στιγμή στην ταινία αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια: “Ο κινηματογράφος στο Αγρίνιο, ήταν κάτι το ιδιαίτερο τότε το ’40…, ’45. Είμασταν μια δυστυχισμένη γενιά… η μόνη ψυχαγωγία μας ήταν ο κινηματογράφος. Η μόνη ψυχαγωγία”.
Αυτή του ακριβώς η δύναμη για δημιουργία και ζωή και η ισχυρή του ηθική πυξίδα για τον τρόπο που θα διοχετεύσει την δημιουργικότητα του στο πάθος του, δεν θα πάψει ποτέ να με συγκινεί.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που βρήκες μπροστά σου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;
Η μεγαλύτερη πρόκληση απ’ όλες ήταν ο χρόνος. Όπως βλέπετε ο κ. Δημήτρης ήταν ήδη 88 χρονών όταν ξεκινήσαμε τα γυρίσματα και λόγω της φύσης του ντοκιμαντέρ και της απόστασης μου από την Αθήνα, η όλη οργάνωση και ταχύτητα της παραγωγής ήταν υπερβολικά δυσκίνητη.
Εκείνο το διάστημα ήμουν φοιτητής με ελάχιστο εξοπλισμό που κυρίως δανειζόμουν από φίλους και εταιρείες ενοικιάσεων και ταυτόχρονα αντιμετώπιζα οικονομικές δυσκολίες. Το να μπορέσω να βρω χρήματα για όλα αυτά τα συχνά ταξίδια και τις ενοικιάσεις εξοπλισμών και ξενοδοχείων με ώθησε στο να δουλεύω αρκετά ώστε να μπορέσω να ανταπεξέλθω.
Ταυτόχρονα όταν βρισκόμουν στην Αθήνα για τα γυρίσματα ήθελα να είμαι όσο πιο γρήγορος και αποδοτικός γίνεται με τον χρόνο που έχω καθώς είχα ηλικιωμένους ανθρώπους που δεν ήθελα να κουράσω. Οι ερωτήσεις μου στις συνεντεύξεις ήταν συγκεκριμένες και μελετημένες, τα πλάνα μου προμελετημένα στο χαρτί και ο εξοπλισμός που χρησιμοποίησα ελαφρύς και γνώριμος στα χέρια. Δεν θα γινόταν αλλιώς.
Επίσης υπήρχε διαρκώς η ανησυχία πως πρέπει να βιαστούμε με την παραγωγή αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελα να γίνει τσαπατσουλιά. Ευτυχώς οι άνθρωποι μου με βοήθησαν αφάνταστα σε όλη αυτή τη διαδικασία. Οικογένεια, φίλοι, μέντορες, συνεργάτες, καθηγητές, όλοι έβαλαν το λιθαράκι τους στο να εξυπηρετηθούν οι διάφορες ανάγκες που προέκυπταν διαρκώς και να φτάσουμε όλο και πιο κοντά στην γραμμή του τερματισμού. Χωρίς ανθρώπους δίπλα μας δεν γίνεται τίποτα. Τους αγαπώ και τους ευχαριστώ όλους βαθύτατα.
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ή ιστορία από την συλλογή που σε συγκίνησε ιδιαίτερα;
Όλα τα αντικείμενα ήταν πραγματικά μοναδικά, σαν να μπαίνεις στη σπηλιά των θαυμάτων του Αλαντίν, όπως έγραψε και ένας δημοσιογράφος για το μουσείο. Αυτό όμως που εγώ ξεχώρισα ήταν μια μικρή μηχανή προβολής στην άκρη ενός πάγκου που είχε ένα κουμπί δίπλα της. Με το που το πατούσες άναβε η λάμπα και η μηχανή άρχισε να δουλεύει. Μπροστά είχε ένα φιλμ το οποίο και μετακινούσε αργά καρέ καρέ για να σου δείξει καθαρά όλη την διαδικασία της προβολής.
Τη συγκεκριμένη μηχανή την έφτιαξε ο ίδιος ο κ. Δημήτρης το 1947 χρησιμοποιώντας δύο δίδραχμα της εποχής για να φτιάξει τα γρανάζια καθώς δεν είχε πρόσβαση σε βιομηχανικά μέρη. Η συγκεκριμένη πατέντα που έκανε πέρασε και σε Ιταλικό βιβλίο κινηματογράφου την δεκαετία του ’50 για την πρωτότυπη ευρεσιτεχνία στον τρόπο της κατασκευής της.
Πώς έχει υποδεχθεί το κοινό το ντοκιμαντέρ μέχρι στιγμής;
Μέχρι ώρας ο κόσμος έχει αγκαλιάσει την ταινία με μεγάλη αγάπη και ιδιαίτερα τον κύριο Δημήτρη. Πρόσφατα είχα την τύχη και την τιμή να προβληθεί η ταινία στον κινηματογράφο Ολύμπιον στα πλαίσια του 8ου Πανοράματος Ταινιών Τμήματος Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., και οι νέοι φοιτητές του τμήματος να την απολαύσουν και να αφήσουν τα καλύτερα τους σχόλια.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2020 και από τότε έπαιξε σε διάφορες χώρες και φεστιβάλ ανά την Ελλάδα και τον κόσμο (ΗΠΑ, Ρωσία, Καναδά, Ιταλία, Τουρκία, Γαλλία, Νεπάλ). Μεταξύ άλλων, απέσπασε και το βραβείο καλύτερου μικρού μήκους ντοκιμαντέρ στο SEEFest Los Angeles το 2021.
Τι σου έμαθε η δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ για την τέχνη της συλλογής και τη σημασία της ιστορικής μνήμης;
Από μικρό παιδί αγαπούσα την ιστορία. Την ικανότητα του ανθρώπου να καταγράφει γεγονότα και να συλλέγει αντικείμενα που του δίνουν συμπεράσματα και συναισθήματα για γεγονότα και καταστάσεις που αλλιώς θα είχαν χαθεί για πάντα στο πέρασμα του χρόνου. Αν έχουμε κάτι όσο ζούμε, είναι στιγμές. Στιγμές που με τα χρόνια αποκτούν φόρτιση και γίνονται ιστορίες, άλλοτε για καλό και άλλοτε για κακό. Σε κάθε περίπτωση οι ιστορίες και οι τρόποι αφήγησης τους φτιάχνουν τον κόσμο μας στο διηνεκές.
Την κοινωνία, τις αξίες, τις ανάγκες και τους θριάμβους μας. Χωρίς αυτές τίποτα δεν θα είχε σημασία. Όλα θα ήταν το ίδιο έργο σε επανάληψη.
Έτσι θεωρώ πως η ιστορική καταγραφή και κατά συνέπεια η ιστορική μνήμη μας δίνει έναν τρόπο να φωτίζουμε τις διάφορες πτυχές και καταστάσεις της ζωής και να τις αποκωδικοποιούμε σωστά και έξυπνα. Να μην ανακαλύπτουμε τον τροχό από την αρχή και να κάνουμε λάθη που ήδη έχουν γίνει στο παρελθόν από άλλους. Αλλά ταυτόχρονα παίρνουμε προϋπάρχουσα γνώση για να εξελίξουμε και να εξελιχθούμε. Το μόνο που χρειάζεται, είναι να έχουμε λίγη περιέργεια και πολλή αφοσίωση. Με αυτές τις ποιότητες έγινε και αυτή η ταινία.
Είχες λάβει ωραία σχόλια από τον ίδιο τον Δημήτρη Πιστιόλα ή την οικογένειά του;
Η οικογένεια υποστήριξε ένθερμα την ταινία και πιστεύω πως αισθάνθηκε δικαιωμένη από το αποτέλεσμα. Άλλωστε και ο σκοπός μας από την αρχή ήταν να πούμε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς κάποια διάθεση ωραιοποίησης καταστάσεων. Δεν θα μπαίναμε καν στην διαδικασία να φτιάξουμε αυτό το φιλμ αν δεν αγαπούσαμε πραγματικά αυτούς τους ανθρώπους και όλη τους την στάση.
Ένα πράγμα που με σημάδεψε και θυμάμαι μέχρι σήμερα, είναι να καθόμαστε στο σαλόνι του σπιτιού του κ. Δημήτρη και να βλέπουμε την ταινία όλοι μαζί λίγο μετά αφότου ολοκληρώθηκε. Όπως τελειώνει και γυρίζω να τον κοιτάξω, παρατηρώ πως το βλέμμα του είναι καρφωμένο στην οθόνη και τα μάτια του δακρυσμένα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ψελλίζει: “Κατάφερα κι εγώ κάτι στη ζωή μου, σε ευχαριστώ πολύ”. Λίγο καιρό μετά, έφυγε από τη ζωή. Δεν θα το ξεχάσω πότε. Γι’αυτό κάνουμε σινεμά.