Από το Γιώργο Καρακασίδη
Η πορεία μιας οικογένειας ευγενών της Σικελίας κατά τη μετάβαση από τη διασπασμένη φεουδαρχία στη δημοκρατική ενοποίηση της Ιταλίας υπό την επέλαση του Γκαριμπάλντι το 1860. Κι ενώ τα περισσότερα μέλη της οικογένειας είναι σχεδόν τρομοκρατημένα από τις επερχόμενες αλλαγές (όπως και ο παπάς, που όντας συνεχώς μαζί τους, απολαμβάνει προνόμια – μια ευθεία παραβολή του παραδοσιακού δεσμού εκκλησίας κι εξουσίας), ο αρχηγός της φαμίλιας Δον Φαμπρίτσιο (Μπαρτ Λάνκαστερ) αντιμετωπίζει ψύχραιμα την κατάσταση, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Αν θέλουμε να παραμείνουν όλα όπως είναι, όλα πρέπει να αλλάξουν”. Φράση που ενώ λειτουργεί πιο πολύ παρηγορητικά για τους άλλους (αλλά και για τον ίδιο), μετουσιώνεται σε πράξη από τον ανιψιό του Τανκρέντι (Αλέν Ντελόν) που παίρνει μέρος στην επανάσταση, υποδηλώνοντας ότι αν οι ευγενείς θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, πρέπει να συμμετέχουν στις ανατροπές που βρίσκονται σε εξέλιξη. Στείρος οπορτουνιστής, αλλάζει στρατόπεδο, όποτε τον συμφέρει, με τον ίδιο τρόπο που παραγκωνίζει την κόρη του Δον Φαμπρίτσιο για τα μάτια της εκθαμβωτικής Αντζέλικα (Κλαούντια Καρντινάλε), κόρης ενός δημάρχου που τη χρησιμοποιεί για να διεισδύσει στους αριστοκρατικούς κύκλους.
Ο Λουκίνο Βισκόντι, όντας ο ίδιος απόγονος αριστοκρατών (και μετέπειτα ορκισμένος κομμουνιστής), ανασκάπτει το παρελθόν της Ιταλίας με ένα ρομαντικό βλέμμα, όπως αυτό αποτυπώνεται στο γεμάτο νοσταλγία πρόσωπο του Δον Φαμπρίτσιο που έχει συνειδητοποιήσει ότι οι εποχές αλλάζουν ανεπιστρεπτί και η ιταλική τρικολόρ σημαία (στα πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης) σηματοδοτεί την αναρρίχηση της αστικής τάξης. Νιώθει όπως ένας γατόπαρδος (η λεοπάρδαλη αλλιώς – το πιο ευγενές αιλουροειδές που μπορεί να εξημερωθεί) που ακόμα κι αυτός μπορεί να κατασπαραχθεί από μια ύαινα.
Κάπως έτσι, με την πάροδο του χρόνου, αρχοντικά με τοιχογραφίες που προκαλούσαν δέος ακόμα και στους επαναστάτες και τεράστιες αίθουσες χορού βαλς μετατράπηκαν σε μουσεία που επισκέπτεται καθημερινά ο κόσμος.
Μια μεγαλοπρεπής παραγωγή (από αυτές που δε γυρίζονται πλέον) που απέσπασε Χρυσό Φοίνικα το 1963. Τρία χρόνια νωρίτερα, ο Βισκόντι είχε περάσει στην αντίπερα όχθη, με το ‘ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του’, σκιαγραφώντας την προσπάθεια προσαρμογής μιας φτωχής οικογένειας από τον ιταλικό νότο στο βιομηχανικό βορρά μεταπολεμικά, με την Κατίνα Παξινού και το Σπύρο Φωκά, μεταξύ άλλων, στο καστ, ως ένδειξη τιμής στην πατρίδα της αρχαίας τραγωδίας.