Αξημέρωτα, ο γαλατάς σηκωνόταν και γέμιζε τα μεταλλικά δοχεία του με το γάλα που μόλις είχε αρμέξει. Σαν να ήταν μέλος μιας καθημερινής τελετουργίας, τα φόρτωνε στο πιστό του ζώο και κατέβαινε στην πόλη, οι δρόμοι της οποίας ξυπνούσαν από το ηχηρό κάλεσμα «γαλατάαας».
Οι άνθρωποι και τα ζώα, οι μυρωδιές της αγοράς, οι φωνές των πουλητάδων, όλα αυτά που διαμόρφωναν τον παλμό μιας πόλης παλιάς, είναι πια φευγαλέες αναμνήσεις, θραύσματα μιας εποχής που χάθηκε για πάντα. Μόνο μέσα από τη φαντασία, την οποία τροφοδοτούν τα έργα των λογοτεχνών και των ερευνητών, μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε εικόνες αυτών των περασμένων στιγμών.
Περπατώντας στους μαχαλάδες της Θεσσαλονίκης το 1916, ο γαλατάς γνώριζε τη διαδρομή του, όπως και το ζώο του, που πολλές φορές σταματούσε μόνο του έξω από τα σπίτια των πελατών. Οι νοικοκυρές, με τα κανάτια ή τις κατσαρόλες τους στα χέρια, περίμεναν να γεμίσουν από τα γκιούμια του γαλατά.
Το γάλα μετρούσε προσεκτικά, άλλοτε με το καπάκι και άλλοτε με τον μετρητή, υπολογίζοντας σε οκάδες και δράμια. Η καθημερινότητα ήταν απλή: αν μια γυναίκα δεν ήταν σπίτι, άφηνε το σκεπασμένο δοχείο έξω, και ο γαλατάς το γέμιζε, το ξανασκέπαζε και έβαζε μια πέτρα πάνω για να το ασφαλίσει.
Όμως, το γάλα δεν ήταν παστεριωμένο, και η νοικοκυρά έπρεπε να το βράσει καλά. Κάθε γαλατάς είχε το κόλπο του: νερό στο γάλα για να φτάσει για όλους. Ο καλός γαλατάς ήταν αυτός που «νερώνει» με μέτρο – όσο χρειαζόταν για να μην χαλάσει η ποιότητα. Και δεν ήταν μόνο το νερό· πριν κατέβει στην πόλη, έριχνε σε κάθε γκιούμι έναν βάτραχο, για να κρατά το γάλα ανακατεμένο και να μη κόψει. Μόλις έφτανε στην πόλη, τα βατράχια έβρισκαν τον δρόμο τους πίσω στη φύση.