Μίλα.
Πες κάτι, οτιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
[…]
Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα».
Μίλα…”1.
Δεν θυμάμαι ποιο ρόλο έπαιζα. Αυτού που φλυαρούσε απελπισμένα και ζητούσε ακατάσχετα ή της ατσάλινης απουσίας. Μπορεί και να ήμουν η στιγμή ή ο πνιγμός της. Το οτιδήποτε; Ή το κάτι.
Μικρό… αλλά κάτι.
Όπως και να χει, βοήθεια δεν ήμουνα. Ούτε κραυγή στο στόμα ενός πνιγμένου. Μπήκα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Από εκείνους τους παλιούς που έκαναν λίγο πιο ιδιαίτερη όποια συνομιλία. Αποπνικτικός… αλλά χώρος.
Ο ομφάλιος λώρος της επικοινωνίας υπήρχε ακόμα και ήταν βοστρυχωτός. Μια διέξοδος των δαχτύλων στην αμηχανία του τουτ τουτ. Όχι δεν επικοινώνησα. Περίμενα όμως. Τώρα θα χτυπήσει. Τώρα. Τώρα;
Λάθος… αλλά θα χτυπήσει ε;
Κι όταν δεν χτύπησε το θαύμα, έπρεπε να επινοήσω ένα άλλο. Ήμουνα λέει δημοσιογράφος, είχα άποψη, δουλειά, αγαπημένη… και γεγονότα να τρέχουν να τρέχουν και πού θα σταματήσουν; Στα γαλάζια στιβαρά μου μπράτσα. Γιατί είμαι ο Σούπερμαν εγώ θα κατεβάσω τη γατούλα από το δέντρο, θα περάσω τη γριούλα απέναντι, θα οδηγήσω τον τυφλό στο σούπερ μάρκετ, θα σώσω τον φτωχό, τον αδύναμο, τον ανέραστο, την τράπεζα από τους ληστές, ή μήπως τους ληστές από την τράπεζα, τι σημασία έχει, έστω θα πω και καλή τύχη μάγκες σε όποιον μάγκα με χρειαστεί γιατί θα φοράω γαλάζια φόρμα και είμαι από τον Κρύπτον εγώ γέννημα θρέμμα και τη χώρα θα σώσω από την οικονομική κρίση ή μήπως την οικονομική κρίση από τη χώρα, τι σημασία έχει, έστω θα πω η ευτυχία θα είναι η εκδίκησή μας και όλοι θα πουν ναιιιιιιιι……ε;
Βγήκα από τον θάλαμο. Βρήκα μπροστά μου μια σχολή ναυαγοσωστικής. Λες;
Trendy… αλλά χρήσιμο.
Αν εμφανιστεί μπροστά μου μια στιγμή που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται, να μην έχω πια δικαιολογία. Φοράω κόκκινο μαγιό, κίτρινο μπλουζάκι και την αμηχανία των δαχτύλων τη διοχετεύω στο κορδόνι της σφυρίχτρας. Τρέμε λουόμενε που τολμάς να παρακούσεις. Τρέμε και έφηβε με την αποπροσανατολισμένη γκάυλα τρέμε για άλλους λόγους… αλλά εγώ θα σε σώσω αν πνιγείς μαλάκα. Τρέμε και νεροτσουλήθρα… κίτρινη περίμενε πράσινη κατέβα μπλε γκόου…αβάντι…κρένι…στέπενίτσε είπαμε ρε στέπενίτσε!
Βγήκα από την πισίνα. Οι στιγμές έχουν jet lag, τις δικαιολόγησα. Ή τη νόσο των δυτών. Ασθένεια αποσυμπίεσης. Ή εγώ πια δεν ακούω καλά, δεν βλέπω, δεν μυρίζω ούτε καν τα δακρυγόνα αφού αυτά δεν έπεσαν μέσα στο σπίτι μου.
Βγήκα από το σπίτι. Μια γυναίκα φώναξε βοήθεια. Τώρα! Κάτι! Οτιδήποτε! Σαν να χτύπησε το τηλέφωνο. Σαν να σπαρτάρησε το γαλάζιο ύφασμα πάνω μου. Σαν να πνιγόταν ένα παιδάκι. Ξεφύλλισα αστραπιαία το εντατικό μάθημα Πρώτων Βοηθειών: 1.Ελέγχω τον χώρο για την προσωπική μου ασφάλεια. 2.«Είστε καλά;» 3.Έκταση του κεφαλιού και ανασήκωμα του πιγουνιού. 4.Βλέπω ακούω αισθάνομαι βλέπω ακούω αισθάνομαι.
Βλέπω. Έναν τύπο να σπάει στο ξύλο μια γυναίκα. Ακούω. Κόσμο να μαζεύεται. Αισθάνομαι. Χάλια.
Τη σώζουν. Και δεν είναι ναυαγοσώστες. Τον σταματάνε. Και δεν είναι ομογενείς από τον Κρύπτον. Κι αυτός φωνάζει:
«Πώς κάνετε έτσι… ό,τι θέλω την κάνω, γυναίκα μου είναι!»
Η αμηχανία των δαχτύλων πήγε να μουντζώσει. Τελικά έκλεισε τα υπόλοιπα και κράτησε μπροστά τον δείκτη. Είτε για να καταδώσει σ’ ένα μεθυσμένο παραμύθι τον ένοχο, παράλογα ίδιο με αποδιοπομπαίο τράγο, είτε για να το βάλει κάθετα μπροστά στο στόμα.
Σσσσσσς μη μιλάς.
Ή τουλάχιστον μη μιλάς άλλο.
Κάνε. Οτιδήποτε. Κάτι.
Μικρό… αλλά κάτι.