Και όμως πέρασαν 40 χρόνια από την ημέρα που βγήκε στους κινηματογράφους η εμβληματική ταινία που σατίριζε τα χρόνια της Χούντας, την εξουσία και την επίδραση που είχε η έλλειψη δημοκρατίας σε κάποιους χαρακτήρες.
Με φόντο το χακί ο σκηνοθέτης της ταινίας Νίκος Περάκης, στη καλύτερη του ταινία σκιαγράφησε την ελληνική κοινωνία που στη σκιά των τανκς προσπαθούσε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Αν και η ταινία κατακεραυνώθηκε από τους κριτικούς ως “υπερβολικά λαική” κατάφερε από στόμα σε στόμα να κάνει τη πορεία της στους κινηματογράφους, έκοψε 400.000 εισιτήρια σε μια χρονιά. και πρόσφατα σε ψηφοφορία του περιοδικού “Αθηνόραμα” ψηφίστηκε η καλύτερη ελληνική ταινία της περιόδου 1976- 2016.
Το σενάριο βασίστηκε στα βίωματα του Νίκου Περάκη όταν τοποθετήθηκε στην ΥΕΝΕΔ, τη νεοσύστατη τότε ελληνική τηλεόραση των ενόπλων δυνάμεων. Ξεμπροστιάζει την προπαγάνδα των στρατιωτικών, και μέσα από τις κωμικές και πολύ συχνά εξωφρενικές καταστάσεις των πρωταγωνιστών δείχνει το παραλογισμό που επικρατούσε στους αξιωματικούς του στρατού εκείνη τη περίοδο.
Οι ατάκες είναι κυριολεκτικά “φωτιά” δεν προσπαθεί να σε καθοδηγήσει, αφήνει το θεατή να συμπαθήσει και να αντιπαθήσει όποιον θέλει, μεταφέρει ρεαλιστικά μια χώρα που κοιμήθηκε δημοκρατική και ξύπνησε υπό τις εντολές στρατιωτικών που δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν και τι θα πεί πραξικόπημα. Η ταινία γυρίστηκε χωρίς άδεια για τις σκηνές που τραβούσαν στην εγκαταλελειμμένη Σχολή Ευελπίδων και τους κατάλαβαν μόνο όταν γυρίστηκε η θρυλική σκηνή με τους πυροβολισμούς του Καραμάνου.
Το καστ είναι εκθαμβωτικό. Οι καλύτεροι ηθοποιοί της γενιάς που κυριάρχησε στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας στα επόμενα χρόνια πέρασαν από την ταινία και όλοι άφησαν το στίγμα τους. Όμως τη παράσταση έκλεψε ο αείμνηστος Τάκης Σπυριδάκης στο ρόλο του Μπαλούρδου, που υποδύοταν τον κλασικό Έλληνα που δεν σταματάει πουθενά και ποτέ, που εκμεταλλεύεται τα κενά του συστήματος και των νόμων, και που επιβιώνει πότε με δουλειά και πότε με “τράκες”.