Η Αρσινόη Νασιου λατρεύει τη ζωή στο χωριό. Και για αυτό το λόγο το τέλειο project της, «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας» έχει ως στόχο να προβάλλει και να διατηρήσει στα χρόνια, τις φράσεις της περιοχής της, τις οποίες κεντάει σε φούτερ, ταγάρια, κοντομάνικα! Η ίδια τιμά το χωριό της και τη ντοπιολαλιά της περιοχής της με τον δικό της Gen Z τρόπο – και εμπνέεται από την κουλτούρα, τις παραδόσεις και τις συνήθειες του τόπου καταγωγής της.
Στην εποχή του AI και και των ταχύτατων αλλαγών, οι νεότερες γενιές φαίνεται πως νιώθουν την ανάγκη να ξαναβρούν τις ρίζες τους και να συνδεθούν με τον τόπο και την παράδοση τους. Τα πανηγύρια που γέμισαν νεαρόκοσμο, η επιστροφή στο χωριό και η ντοπιολαλιά γίνονται γέφυρες με το παρελθόν, ενισχύοντας το αίσθημα της απλότητας και της αυθεντικότητας.
Ποιες πτυχές της ζωής στα χωριά θες να προβάλεις μέσα από τα σχέδιά σου;
Το project μου «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας» έχει ως στόχο με τις φράσεις που κεντάω σε φούτερ, ταγάρια, κοντομάνικα να προβάλει και να διατηρήσει την ντοπιολαλιά. Φράσεις όπως «τίνος ίσι συ;», «άιστε με», «που γκιζεράς» που οι περισσότεροι θα ντρεπόντουσαν να χρησιμοποιήσουν στην καθημερινότητα τους ή θα δυσανασχετούσαν όταν τις άκουγαν από κάποιον και θα γελούσαν να γίνουν «παράσημο». Μαζί με αυτές και όσα εμπεριέχουν, έθιμα, παραδόσεις, ιστορίες από τα παλιά.
Μια νέα επαφή με τις ρίζες μας που ξεφεύγει από τα όρια του Ζαγορίου και απευθύνεται σε όλα τα άτομα που έχουν τις ίδιες αναμνήσεις και βιώματα με εμένα, πανηγύρια στο χωριό, περπάτημα στο βουνό, γιαγιάδες που κεντάνε σταυροβελονιά και απλώνουν μπουγάδα* στην αυλή και παππούδες με μακριά κομπολόγια που στηρίζονται σε γκλίτσες. Πετρόκτιστα σπίτια με μεγάλες κληματαριές, μπίμτσες (πέτρινα κελάρια) και στρωμένες βελέντζες στα μπάσια. Στόχος του όλου εγχειρήματος είναι η επανένωση των ατόμων με τις ρίζες τους μέσα από μία πιο σύγχρονη ματιά.
Έντονα χρώματα σε μουλινέδες, bucket hats με φράσεις «ώπα» και «ζβάρα» και tote bags ή ταγάρια όπως τα λέγανε παλιά σε πράσινα και κόκκινα χρώματα. Φράσεις που σίγουρα όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει σε στιγμές απόγνωσης στην καθημερινότητα μας όπως «θα παρ’ τα βνα» ή «άι σαπέρα» κεντημένες σε φούτερ που θα φορέσουν σε ένα καταφύγιο στο δάσος ή σε ένα καφενείο με ντόπιους να τα βλέπουν και να χαμογελάνε.
Μιλα μας για τη γιαγια σου, τις μερες στο χωριό, αναμνήσεις, βάλε μας στον κόσμο σου!
Το χωρίο μου, ένα μικρό καταπράσινο χωρίο ανάμεσά στα 46 του Ζαγορίου κρατά τις πιο ξέγνοιαστες και χαρούμενες στιγμές μου. Στο σπίτι μου, το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, θυμάμαι να περνάω τα καλοκαίρια μου και όλες τις γιορτές του χρόνου. Από το μάζεμα τσαγιού στις κορυφές του Μιτσικελίου, πανηγύρια που κρατούσαν 2 και 3 μέρες τον Δεκαπενταύγουστου, μέχρι το παιχνίδι με τα μπακακάκια (έτσι λέγονται τα βατραχάκια) στις ποτίστρες και το τρέξιμο στα καλντερίμια για το ποιος θα φτάσει πρώτος στην πλατεία.
Αυτά τα καθημερινά μικροπράγματα είναι για μένα το χωριό. Όπως το φύλλο που άνοιγε η γιαγιά με τον πλάστη για τις πίτες και το ψωμί που συνεχίζει να ζυμώνει ακόμα και σήμερα μέρα παρά μέρα. Η αγαπημένη συνήθεια του παππού, ο καφές στην αυλή σε συνδυασμό με εφημερίδα και αγνάντι στις κορυφές των βουνών. Οι παππούδες μου ακόμα και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ζουν στον χωριό, προσπαθώντας να αντισταθούν στην ζωή στην πόλη. Περνούν τον χρόνο τους καλλιεργώντας φρούτα και λαχανικά στον μικρό τους κήπο και κάθε φορά που πηγαίνω με γεμίζουν με σακούλες από αυτόν. Έτσι και την τελευταία φορά. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη και ανοίγοντάς τες βρήκα ανάμεσα στα άλλα κάτι πολύτιμο. Ένα βαζάκι που στο καπάκι του έγραφε «αγιώσμος». Έτσι λέει η γιαγιά μου τον δυόσμο. Οι άνθρωποι των χωριών μπορεί να μην «ξέρουν γράμματα» και ορθογραφία ξέρουν να προσφέρουν όμως γιατί έχουν μάθει να βρίσκουν την αξία στα λίγα και καλά.
Η μπουγάδα που είχαμε και στο χωριό μας
Από τη νεροτριβή στην αυλή και από την αυλή στον Εξώστη
Μια καθημερινή δουλειά του σπιτιού με μεγάλες διαφορές στο πέρασμα των χρόνων από γενιά σε γενιά.
Πηγαίνοντας πέντε γενιές πίσω η γιαγιά της γιαγιάς μου διαχώριζε τα ρούχα σε λεπτά και χοντρά. Τα λεπτά τα έπλενε στην αυλή του σπιτιού. Για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να πάει στην κοντινότερη βρύση και να κουβαλήσει το νερό γεμίζοντας τενεκέδες. Έριχνε το νερό στο καζάνι που είχε ζεστάνει με καυσόξυλα σε συνδυασμό με στάχτη. Το ανακάτευε και έφτιαχνε σταχτόνερο, την «αλισίβα». Καθάριζε τα ρούχα με αυτή στην σκάφη για να είναι μαλακά και καθαρά.
Όσο για τα χοντρά ρούχα, κουβέρτες, βελέντζες… τα πήγαινε στη νεροτριβή το καλοκαίρι. Με τη δύναμη του νερού τα ρούχα στριφογύριζαν μέσα στη γούρνα περίπου για μία ώρα. Έπειτα τα χτυπούσε με τον κόπανο για να φύγουν τυχόν βρωμιές που έμειναν και τα άφηνε να στραγγίξουν πάνω σε πέτρες μία μέρα περίπου ώσπου ήταν έτοιμα για να τα κουβαλήσει πίσω.
Την εποχή της γιαγιάς μου τα σπίτια στο χωριό πλέον είχαν νερό αλλά όχι ρεύμα. Έπλενε τα ρούχα με πράσινο σαπούνι μέσα στη σκάφη στο πλυσταριό. Έναν χώρο εκτός σπιτιού, στην αυλή. Άπλωνε την μπουγάδα της πάνω σε τριχιές στην αυλή με ξύλινα μανταλάκια και όταν τα ρούχα είχαν στεγνώσει τα σιδέρωνε. Το σίδερο λειτουργούσε με κάρβουνα. Τα έπαιρνε από το τζάκι ή την μασίνα, άνοιγε το σίδερο και τα τοποθετούσε στο κάτω μέρος του που ήταν μεταλλικό. Το έκλεινε και το κρατούσε από το πάνω μέρος του, το καπάκι, με την ξύλινη χειρολαβή για να μην καεί.
Πες μας την αγαπημένη σου ηπειρώτικη λέξη!
Ανάμεσα σε όλες αυτές τις φράσεις που ανέφερα και πιο πάνω είναι δύσκολο να αποφασίσω ποια είναι η αγαπημένη μου. Μπορώ να σου πω δύο όμως. Ξεκινώντας με αυτή που είμαι συναισθηματικά δεμένη. «Ασιγούρευτη» έτσι με φώναζε η γιαγιά μου μικρή. Με αυτή τη λέξη ήθελε να πει ότι δεν κάθομαι καλά, δεν είμαι φρόνιμη αλλά υπερκινητική. Ακόμη και σήμερα αυτή η λέξη με χαρακτηρίζει από μια άλλη σκοπιά όμως. Τη δημιουργική, συνεχώς προσπαθώ να κάνω νέα πράγματα, να μην εφησυχάζομαι, να μην προλάβω να βαρεθώ. Οπότε η γιαγιά μου για ακόμα μία φορά ήξερε τι έλεγε.
Η άλλη λέξη που λατρεύω να ακούω είναι χιουμοριστική. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί μέρος της ηπειρώτικης slang. «Μπέχω» σημαίνει δωρεάν, τζάμπα και σίγουρα αν είσαι από το Ζαγόρι θα έχεις ακούσει τις φράσεις «όπου μπέχω τρέχω», «όσο μπέχω αντέχω».
Παρόλο που σε πρώτη ανάγνωση βγάζει γέλιο, σημαίνει πολλά για τον χαρακτήρα τον ανθρώπων στα χωριά… Όταν θα πας στο καφενείο του διπλανού χωριού και θα σε κεράσουν επειδή έχουν καιρό να σε δουν και είσαι στο χωριό τους.
Και την επόμενη φορά θα έρθουν στο δικό σου και θα κεράσεις εσύ…όχι σαν υποχρέωση αλλά σαν μια καλά ριζωμένη παράδοση. Αυτή η «παράδοση» κρύβει και τις πιο όμορφες αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια. Καλοκαίρι στο χωριό να κατεβαίνω με τον παππού μου στην πλατεία. Οι παππούδες έστηναν εκεί την πράσινη τσόχα στο πιο σκιερό τραπέζι και έπαιζαν χαρτιά, δηλωτή ως επί τω πλείστων ενώ εμείς παρατηρούσαμε κινήσεις και ακούγαμε τα πειράγματα του ενός στον άλλον. Όποιος από αυτούς κέρδιζε κερνούσε όλα τα παιδιά σοκολάτες. Αυτές…είχαν την πιο ωραία γεύση.
Πώς βλέπεις αυτή την “επιστροφή στην παράδοση” που γίνεται έντονη με τα χρόνια;
Σίγουρα η επιστροφή στην παράδοση και η ανάγκη για επαφή με τη φύση και τα χωριά είναι κάτι που παρατηρείται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Ο εναλλακτικός τουρισμός κερδίζει έδαφος όπως και ομάδες ορεινού περπατήματος και τρεξίματος που γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς. Θεωρώ ότι κινητήριος δύναμη για όλα αυτά είναι η ανάγκη των ατόμων για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, ένα «διάλειμμα» από την καθημερινότητα με όλα τα οφέλη που προσφέρει η φύση.
Γνωρίζω αρκετά παραδείγματα ανθρώπων που πήραν την απόφαση να γυρίσουν στα χωριά τους, είτε αυτό σημαίνει να ασχοληθούν με την οικογενειακή επιχείρηση, είτε με ένα επάγγελμα που έχει εκλείψει, με την υλοτομία, την κτηνοτροφία, την γεωργία, είτε ακόμη δουλεύοντας remote. Το σημαντικό για μένα είναι να γνωρίζουμε την κατάσταση που επικρατεί πριν πάρουμε μια τέτοια απόφαση και να μην έχουμε στο μυαλό μας εξιδανικευμένες εικόνες και καταστάσεις που ίσχυαν πριν 20 χρόνια. Όπως γεμάτα χωριά από κόσμο, καταστήματα, δομές, κέντρα υγείας σε λειτουργία και οδικά δίκτυα σε άριστη κατάσταση. Πλέον τα περισσότερα χωριά, τουλάχιστον στο Ζαγόρι κάθε χρόνο ερημώνουν και περισσότερο…κάτι που είναι στο χέρι μας να το αλλάξουμε.
Ζεις στη Θεσσαλονίκη. Πόσο συχνά πας στο χωριό σου; Tι σου αρέσει και τι δεν σου αρέσει στην πολη;
Εδώ και 3 χρόνια ζω στην Θεσσαλονίκη. Η μετάβαση αυτή, από μία πολύ μικρότερη πόλη, όπως τα Ιωάννινα με ώθησε στην δημιουργία του «Τίσερτς». Μέχρι τότε κάθε Σαββατοκύριακο το περνούσα στη φύση.
Κάνοντας εκδρομές και περπατώντας με τους γονείς μου ανάμεσα σε χωριά, πέτρινα γεφύρια, ποτάμια και καταρράκτες γύρω από τα Ζαγοροχώρια. Ερχόμενη εδώ κατανόησα πόσο μου λείπει αυτή η επαφή με τα χωριά, τους ντόπιους, τις ρίζες μου και πόσο σημαντικό κομμάτι μου είναι. Έτσι ξεκίνησε το όλο εγχείρημα που πλέον έχει εξελιχθεί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, που κόσμος με τα ίδια βιώματα, την ίδια αγάπη για τα βουνά και τα χωριά αγαπάει και στηρίζει.
Το χωριό μου και γενικά τα χωριά του Ζαγορίου για μένα είναι ο τόπος μου, το καταφύγιο μου οπότε με την πρώτη ευκαιρία γυρίζω εκεί. Είτε Σαββατοκύριακα, αργίες, γιορτές επιδιώκω να βρίσκομαι κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο με γλυκό του κουταλιού στο τραπέζι και γύρω τα αγαπημένα μου πρόσωπα.
Γιατί που αλλού θα σε προσκαλέσει μια άγνωστη γιαγιά στο σπίτι της για καφέ, που θα δεις μια αλεπού μέσα σε σπίτι σαν κατοικίδιο και που θα συναντήσεις μια αρκούδα γυρνώντας από την βραδινή σου βόλτα;
Σίγουρα στην Θεσσαλονίκη δεν μπορείς να τα έχεις αυτά. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνάς ανάμεσα σε επταώροφες πολυκατοικίες και κορναρίσματα αυτοκινήτων στην κίνηση που δεν τελειώνει ποτέ. Συνέχεια είσαι σε εγρήγορση, να προλάβεις να φτάσεις, να μην αργήσεις, να τα χωρέσεις όλα σε μια μέρα.
Βέβαια υπάρχουν και στιγμές χαλάρωσης και πράγματα που δεν μπορείς να απολαύσεις στο βουνό. Για μένα αυτές οι μικρές απολαύσεις ανάμεσα σε μία χαοτική καθημερινότητα είναι το brunch της Κυριακής, οι παραστάσεις την Παρασκευή το βράδυ και οι συναυλίες του καλοκαιριού στα θέατρα λίγο πριν το σούρουπο. Αυτή η πόλη σε γοητεύει με τα στενά της που κρύβουν μικρές γειτονιές, το ηλιοβασίλεμα στη νέα Παραλία και τα ταβερνάκια στην Άνω Πόλη. Μέχρι την επόμενη εξόρμηση στο βουνό…