Ο Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα με δύο ταινίες έχει συνδεθεί στη σινεφίλ συλλογική συνείδηση: τα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη και τον «Τσίου» του Μάκη Παπαπαδημητράτου.
Αν το πρώτο φέρει τον αέρα μιας κινηματογραφικής Αθήνας, μιας ρομαντικής (και ρομαντικοποιημένης) εκδοχής της άδειας πρωτεύουσας, πρόσφορης για συλλογή «στιγμών» κατά τον κεντρικό χαρακτήρα, αν δείχνει, εν ολίγοις, την Αθήνα ενός φιλότεχνου αστού, ο «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου στρέφει το βλέμμα του στην Αθήνα του περιθωρίου και κοιτάζει τους ανθρώπους του με έναν αγαπητικό τρόπο που, τουλάχιστον τον καιρό της κυκλοφορίας του, το ελληνικό σινεμά δεν μας είχε συνηθίσει.
Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα. Ο Τσίου, ένας τοξικομανής, προσπαθεί να πάρει τη δόση του και εμπλέκει στην προσπάθεια του, μια σειρά από άτομα, μέσω της αδελφής του και του μαφιόζου συζύγου της. Αυτό που ακολουθεί είναι μια αλυσίδα συναντήσεων, όπου η πίεση μεταφέρεται από τον έναν στον άλλο.
Πολλοί πλέον όταν ξεμένουν στην Αθήνα τις μέρες του δεκαπενταύγουστου, βλέπουν ξανά αυτή την ταινία, σαν τελετουργικό.
O κόσμος αγάπησε αμέσως την ταινία, δίνοντας της αμέσως το status της “κλασικής”. Κάθε καλοκαίρι έχει άπειρες προβολές, όλοι γνωρίζουν τις ατάκες της, σίγουρα έχεις δει και εσύ έστω και μια σκηνή κάπου.
Οι κριτικοί όμως την έθαψαν, σε βαθμό που ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε αρνητικές κριτικές στα flyer της ταινίας. Συγκεκριμένα, το “Τόσο χαμηλά όσο ποτέ άλλωστε ξανά» αφορά την κριτική του Δανίκα, η οποία μάλιστα είναι αναρτημένη στο site της ταινίας!
Ο σκηνοθέτης, Μάκης Παπαδημητράτος, είχε αρχικά ξεκινήσει την ταινία ως μικρού μήκους. Την έκανε μαζί με τον Αλέξανδρο Παρίση (πρωταγωνιστή στην ταινία). Το σενάριο αφορούσε τον Τσίου που έψαχνε να βρει τη δόση του.
Η ταινία είχε διάρκεια 17 λεπτά. Κάποια στιγμή την είδε ο παραγωγός, Δημήτρης Μακρής, και είπε ότι αυτό πρέπει να γίνει μεγάλου μήκους.
Έτσι κι έγινε, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει το 2005. Μάλιστα, απέσπασε τρία βραβεία (Σεναρίου, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Φυσικά το όνομα της ταινία έρχεται από το όνομα του πρωταγωνιστή. Πως προέκυψε όμως;
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, αυτό ήρθε από τον ηθοποιό Ερρίκο Λίτση: «Όταν του έδωσα το σενάριο για να το διαβάσει ήταν ακόμη ανώνυμο. Με ρώτησε πώς θα την πω, αλλά δεν είχα σκεφτεί κάτι, μου πρότεινε να την πω Τσίου και το έκανα».
Κάποιος διέρρευσε την ταινία στο internet, πριν προλάβει να προβληθεί στους κινηματογράφους. Αυτό έκανε και καλό και κακό: Η ταινία έγινε αμέσως cult και από χέρι σε χέρι πήγε παντού, την έχουν δει όλοι. Από την άλλη όμως, αυτό κατέστρεψε την πορεία της στους κινηματογράφους, κόβοντας ελάχιστα εισιτήρια.
Σύμφωνα με τον Παπαδημητράτο: «Κυκλοφορεί μια φήμη ότι διέρρευσα μόνος μου την ταινία στο internet. Δεν ισχύει. Ίσα ίσα, έπαθα μεγάλη πλάκα όταν το πήρα χαμπάρι. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα ολόκληρη ταινία στα google videos, πριν το youtube. Πάντως, δεν έμαθα ποτέ ποιος την έβγαλε online. Προφανώς στενοχωρέθηκα όταν την είδα οnline. Η ταινία βγήκε στο internet πριν βγει στις αίθουσες, μόνο αυτό σου λέω. Ήταν ένα μικρό σοκ … Ο Τσίου πολιτογραφήθηκε για μένα σαν ιντερνετική ταινία. Κανείς δεν την είδε στο σινεμά. Έκοψε μόνο 3-4 χιλιάδες εισιτήρια