Γράφει ο Τάσος Γέροντας
Γιώργος Παπαδάκης «Η κυρία Ερασμία». Εκδόσεις Εστία 2024.
360 σελίδες σε υψηλής ποιότητας λεπτό, λείο υποκίτρινο χαρτί, με εξαιρετική επιμέλεια, εκτύπωση, βιβλιοδεσία, με ένα εξώφυλλο εντελώς χαρακτηριστικό της ηρωίδας, της Ερασμίας.
Γνώρισα τη γραφή του Παπαδάκη με το εξαιρετικό βιβλίο του «Ο ταχυδρόμος» και στη συνέχεια με το πολύ καλό «Άτακτο αίμα». Κι εδώ, όπως και στα δύο προηγούμενα, τόπος δράσης είναι η Κρήτη. Βρισκόμαστε κάπου γύρω στο 1930, στην παραθαλάσσια κώμη Ροδοδάφνη. Είμαστε στο σπίτι του σπουδαίου λαδέμπορα Καλούδη. Οι γονείς Δημοσθένης και Δωροθέα και οι κόρες Ερασμία και Ζωζώ (Ευσταθία). (Βρήκα χαριτωμένη την επιλογή των αρχικών γραμμάτων των ονομάτων.) Θέμα συζήτησης, το οποίο προκαλεί δυσφορία στον πατέρα, η Ερασμία, η οποία έχει περάσει προ πολλού την ηλικία γάμου αλλά δεν δείχνει διάθεση να παντρευτεί. Και κατά τις συζητήσεις αυτές θα μάθουμε τη σοβαρή ιδιοτροπία της Ερασμίας: δεν θέλει τίποτα να έρχεται σε επαφή με το δέρμα της. Μετά από κάθε αναγκαστική επαφή πλένει εκείνο το μέρος του σώματός της με πάρα πολύ νερό και σαπούνι. Δεν κάνει χειραψίες, δεν φιλάει, δεν αγγίζει πράγματα. Επιβάλλει στο υπηρετικό προσωπικό να καθαρίζουν επιμελώς οτιδήποτε θα χρησιμοποιήσει (πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα). Διαβάζει εφημερίδες καθημερινά, τις οποίες μετά δεν τις πετά αλλά τις σκορπίζει στο σπίτι, επειδή κάποτε άκουσε πως το μελάνι στο χαρτί σκοτώνει όλα τα μικρόβια.
Όμως δεν είναι μόνον αυτά που κάνουν δύσκολη τη συμβίωση με την Ερασμία. Τακτική πελάτις του τοπικού βιβλιοπωλείου, δεν αγοράζει μόνο τις εφημερίδες αλλά και πολλά βιβλία. Διαβάζει λογοτεχνία, παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο θέατρο, μαθαίνει τα κοινωνικά της Ευρώπης, αναπόφευκτα ενστερνίζεται τις ιδέες του φεμινισμού. Στην κλειστή κοινωνία μιας κρητικής κωμόπολης είναι η μόνη που προσβλέπει στο δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές (έχει ήδη δοθεί το δικαίωμα για τις δημοτικές εκλογές). Είναι η μόνη που εμφανώς και εμφατικά παίρνει οικονομικές αποφάσεις.
Ο χαρακτήρας της, τόσο ο προβληματικός όσο και ο ισχυρός, θα γίνουν περισσότερο γνωστοί όταν η Ερασμία θα παντρευτεί τον νεότερό της Ανδρέα. Παρά την προθυμία της, η Ερασμία δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει το ψυχολογικό της πρόβλημα με το άγγιγμα, ακόμα και του συζύγου της. Θα το συζητήσουν εκτενώς. Θα πάνε σε γιατρούς στην Αθήνα. Θα αποκαλυφθεί το παιδικό τραύμα που προκάλεσε αυτήν την αντίδραση, αλλά μέχρι εκεί. Η πολυπόθητη θεραπεία δεν θα έρθει, ούτε ο πολυαναμενόμενος διάδοχος της μεγάλης κοινής περιουσίας.
Και όσο η Ερασμία και ο Ανδρέας προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το οικογενειακό τους πρόβλημα, κάποιες οικονομικές αποφάσεις του πρωθυπουργού Βενιζέλου θα φέρουν μεγάλη αναταραχή στην Ελλάδα και στη Ροδοδάφνη. Περιουσίες θα χαθούν. Πολιτικές διαφορές, ακόμα και μέσα σε οικογένειες, θα οξυνθούν. Άσχημα λόγια θα εκτοξεύονται εκατέρωθεν σαν μαχαίρια. Θα ακολουθήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η γερμανική κατοχή, η αντίσταση, η απελευθέρωση. Η ζωή δεν θα είναι εύκολη για την Ερασμία. Όμως τώρα θα γνωρίσουμε και την πολύ καλή πλευρά του χαρακτήρα της. Το τέλος της δεν θα είναι καλό. Ίσως κάποιοι το θεωρήσουν επέμβαση της Θείας Δίκης. Προσωπικά το βρίσκω αναπόφευκτο.
Πέρα από την πολύ ενδιαφέρουσα ζωή της ιδιότροπης Ερασμίας, η μεγάλη αξία του βιβλίου έγκειται στη γλώσσα του συγγραφέα. Άψογα εναρμονισμένη με την εποχή, με καίριες προσθήκες της κρητικής ντοπιολαλιάς, μεταφέρει τον αναγνώστη στην εποχή εκείνη. Γεμάτο πολύ παραστατικές περιγραφές των τόπων, της αγροτικής ζωής, των εθίμων, των έντονων ταξικών διαφορών, της μάχης ανάμεσα στα πατροπαράδοτα και στα μοντέρνα. Πολύ πλούσιο λεξιλόγιο, πανέμορφα λεκτικά σχήματα, σκιαγραφούν πολύ έντονα τους κύριους χαρακτήρες του βιβλίου. 350 σελίδες υψηλής αναγνωστικής απόλαυσης!
Μου έκανε εντύπωση η χρήση του ρήματος «ξεβαφτίζω» για να δείξει το έντονο πλύσιμο.
Διαβάστε το! Θα σας κερδίσει!
«Πήρε θάρρος η κόρη του, σηκώθηκε και φίλησε το χέρι του πατέρα· το φίλησε για αρκετά λεπτά. Να νιώσει ήθελε τη ζεστασιά του αίματος που την έσπειρε, να καταλάβει τους παλμούς της γέρικης καρδιάς του.»
«ούτε πτωσίκομος ούτε προγάστωρ».
«Ντρεπόταν πολύ τον άντρα της. Δεν ήθελε ν’ ακούσει τα νερά που έβγαζαν από πάνω της τον εαυτό του.»
«Πάλευε να παραμείνει παιδί, ενώ η δυστυχία τού είχε δώσει βλέμμα μεγάλου.»