γράφει ο Τάσος Γέροντας
Δώρος Αντωνιάδης «Το μέλλον δεν μπορεί να περιμένει». Εκδόσεις Καστανιώτης 2024.
208 σελίδες σε μέτριας υφής λεπτό χαρτί, με εξαιρετική επιμέλεια, εκτύπωση και βιβλιοδεσία.
Ήδη από την αρχή, με την αρίθμηση των κεφαλαίων, ο συγγραφέας κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το πρώτο κεφάλαιο έχει τον αριθμό μηδέν (Όλα ξεκινούν από το τίποτα, από το μηδέν) και διαδραματίζεται στη Λευκωσία στις 14 Μαρτίου. Νύχτα. Ένα τουριστικό λεωφορείο σταματά στη μέση του πουθενά. Ο οδηγός του κατεβαίνει για να διορθώσει ένα λανθασμένα τοποθετημένο ανακλαστικό στην άκρη του δρόμου. Απορημένοι οι επιβάτες, κατεβαίνουν να δουν τι συμβαίνει. Ένα αυτοκίνητο καρφώνεται στο πίσω μέρος του λεωφορείου, αναφλέγεται, καίγεται ολόκληρο με τον οδηγό του εγκλωβισμένο στη θέση του. Καταστρέφονται όλες οι αποσκευές των επιβατών. Αστυνομία, πυροσβεστική, ασθενοφόρα.
Δεύτερο κεφάλαιο, με τον αριθμό μείον έντεκα. Αθήνα, παρελθόν. Ναι, αλλά από δω και στο εξής δεν θα ξέρουμε ημερομηνίες. Μόνο παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ένας άνθρωπος συνέρχεται από κώμα σε ένα νοσοκομείο. Έχει δεχθεί σφαίρα στο κρανίο. Επέζησε αλλά έχασε τη μνήμη του και την ομιλία του. Έτσι, δεν μπορεί να βοηθήσει την αστυνομία. Γιατί θέλουν να τον σκοτώσουν; Πώς θα επιβιώσει;
Τρίτο κεφάλαιο, με αριθμό ένα. Λευκωσία, σήμερα. Ένας Ρώσος αρχιμαφιόζος, ένα φορτίο που περιμένει, το Αλτσχάιμερ που δεν περιμένει. Άραγε το φορτίο ήταν στο λεωφορείο που πήρε φωτιά; Ποιος είναι ο Κούριερ που φοβάται;
Εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα πως το επόμενο κεφάλαιο έχει τον αριθμό μείον δέκα και διαδραματίζεται στην Αθήνα, στο παρελθόν.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με ματιές μια φορά στο παρελθόν και μια φορά στο παρόν, θα μάθουμε ποιος είναι ο «πυροβολημένος», ποιος πάτησε τη σκανδάλη και γιατί, ποιος ώθησε το δάχτυλο να πατήσει τη σκανδάλη. Θα γνωρίσουμε κι άλλους «πυροβολημένους», την αστυνομία στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Θα «βουτήξουμε» στα βρώμικα κυκλώματα διακίνησης ναρκωτικών, αλλά και παράνομων θεραπειών. Θα έρθουμε αντιμέτωποι με την κακία, που ριζώνει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά και με την καλοσύνη και την ανταπόδοσή της. Δύο άνθρωποι, που αντιμετωπίζουν το ίδιο τέλος, πόσο διαφορετικά επιλέγουν να το συναντήσουν.
Ο Κούριερ θα συναντήσει τη Μπριγκίτε που τον πυροβόλησε. Ο Πέτρος Ελευθεριάδης θα βρει την από χρόνια χαμένη γυναίκα του, Ελπίδα. Όλους αυτούς τους έχουμε συναντήσει στα δύο προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, Memento mori και ΚεχριBARι. Εδώ κάποιες ισορροπίες αποκαθίστανται, κάποιες απαντήσεις δίνονται, κάποια μυστήρια λύνονται.
Λύνεται και ένα γρίφος, ένας μαθηματικός γρίφος, που τόσο αρέσουν στον Ελευθεριάδη (και στον συγγραφέα). Και αυτός ο γρίφος κλείνει το θέμα του μυστηριώδους φορτίου, μαζί με την τελευταία σκηνή του βιβλίου.
Έξυπνα ο Αντωνιάδης έδωσε έναν μικρό ρόλο στον Κρις Πάπας, τον ιδιωτικό ερευνητή και πρωταγωνιστή στα τρία πρώτα βιβλία του Μίνω Ευσταθιάδη, καθώς επέλεξε να μεταφέρει (ο Αντωνιάδης) μερικές σκηνές έξω από το Αίγιο, όπου ζει (προσωρινά, όπως λέει) και εργάζεται ο Πάπας. Ο Αντωνιάδης επέλεξε να μας δείξει και τον ίδιο τον Ευσταθιάδη σε μια χαρακτηριστική πόζα του, γι’ αυτό και σιωπηλή.
Αυτό το ταξίδι μπρος πίσω στον χρόνο κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και το κρατά αμείωτο μέχρι το τέλος. Σταδιακά αποκαλύπτονται σκόρπια κομμάτια του παζλ, βαθμιαία σχηματίζεται μια αδρή εικόνα, η τελική μορφή της οποίας φαίνεται αρκετά πριν από το τέλος. Πιστεύω πως σκόπιμα επέλεξε για χώρο δράσης την Κύπρο, με σκοπό να δείξει πόσο έχει διεισδύσει εκεί η ρωσική μαφία, αλλά και πόση δύναμη έχουν έναντι του νόμου τα πολλά χρήματα.
Η γραφή του Αντωνιάδη είναι λιτή, όχι όμως φτωχή σε καλολογικά στοιχεία. Έξυπνες παρομοιώσεις, ευφυή λογοπαίγνια δίνουν λίγο φως στη σκοτεινιά της υπόθεσης. Και αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα να ξανασυναντήσουμε τους ήρωες σε επόμενο βιβλίο του. Μέχρι τότε όμως, απολαύστε αυτό. Θα σας συναρπάσει!
«…σαν τα σπυριά γύρω από τη λιπαρή μύτη δεκαπεντάχρονου»
«Δε(ν) χρειαζόταν όλες οι πράξεις μας να αποσκοπούν σε κάτι μεγαλύτερο»
«Ο ντιτζέι ξεσηκώνει τον κόσμο με κάτι τραγούδια που αν ο Στράτος Διονυσίου μάθαινε ότι τα αποκαλούν λαϊκά, θα είχε σηκωθεί από τον τάφο του μόνο και μόνο για να ξαναπεθάνει.»