Από το Γιώργο Καρακασίδη
Σε μια επαρχιακή πόλη του Michigan, ένας στρατιωτικός σκοτώνει το βιαστή της γυναίκας του και το ομολογεί, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερα μετανιωμένος. Την υπεράσπισή του αναλαμβάνει ένας -όχι ιδιαίτερα φιλόδοξος- δικηγόρος με τη βοήθεια ενός γηραιότερου πρώην συναδέλφου του -νυν αλκοολικού- που βλέπει τη συμμετοχή του ως ευκαιρία να εξιλεωθεί. Το πρόβλημα για το συνήγορο (στο ρόλο ο James Stewart που πιθανότατα αποτέλεσε πρότυπο μεταγενέστερα για ηθοποιούς, όπως ο George Clooney) είναι ότι ο σύζυγος έδρασε μετά από μια ώρα (άρα όχι εν ψυχρώ), ενώ η γυναίκα του (η Lee Remick στον ορισμό του γυναικείου στυλ, σήμερα κοπιαρισμένου ως vintage) δείχνει να συμπεριφέρεται κάπως ‘ζωηρά’ με τους άντρες (άρα δίνει πάτημα στο αποκρουστικό επιχείρημα τα θελε και τα πάθε που ακούγεται ακόμα και σήμερα, πόσο μάλλον σε μια επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του 50). Κι εκεί που το μόνο χαρτί για την υπεράσπιση του πελάτη του είναι η ‘ακατανίκητη παρόρμησή’ του, απόρροια της διαφύλαξης της αντρική τιμής, ‘ιερότερης’ εκείνη την εποχή, ένα νέο στοιχείο βγαίνει στην επιφάνεια. O βιαστής ήταν ένας οξύθυμος μπάρμαν, λάτρης των όπλων, που ίσως περίμενε την εκδίκηση του συζύγου και καραδοκούσε, ώστε να επιτεθεί πρώτος.
Και κάπως έτσι εκτυλίσσεται μπροστά μας, με θεατρικό σχεδόν τρόπο, η αποθέωση της λογομονομαχίας συνηγόρου – εισαγγελέα με όπλο την εξέταση (ενίοτε ‘ανάκριση’ σε απόσταση αναπνοής) των μαρτύρων και έπαθλο την ετυμηγορία 12 ενόρκων. Δύο άνθρωποι που υπηρετούν τη δικαιοσύνη, ο καθένας από διαφορετική σκοπιά, δίνουν την παράσταση της ζωής τους, δοσμένοι μέχρι το κόκκαλο στο σκοπό τους, βγάζοντας από τη φαρέτρα τους κάθε λογής επιχείρημα/εύρημα/τέχνασμα προκειμένου να τον επιτύχουν. Μόνο που το κλείσιμο της αυλαίας δεν επιφυλάσσει απλό χειροκρότημα από το κοινό, αλλά την κατάληξη της ζωής ενός ανθρώπου. Ο δικηγόρος ξενυχτά για να βρει παλιές σχετικές δικογραφίες, ο εισαγγελέας εξετάζει μεροληπτικά τον ιατροδικαστή και οι ερωτήσεις-παγίδα στους μάρτυρες, ναι μεν αποσύρονται σα να μην έγιναν ποτέ, έχουν όμως κάνει ήδη -εκ του πονηρού- τη δουλειά τους, να σπείρουν δηλαδή αμφιβολίες στους ενόρκους.
Αθώος ή ένοχος ο κατηγορούμενος; Και αν ναι, μέχρι ποιο βαθμό; Ίσως να μη μάθουμε ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι πέρασαν τη δοκιμασία τους και θα βγουν διαφορετικοί από αυτή. Το δικαστικό δράμα του Otto Preminger, υποψήφιο για επτά Όσκαρ, υπό τους jazz ήχους του Duke Ellington, βασίστηκε σε πραγματική υπόθεση που έγραψε με ψευδώνυμο ένας δικαστής σε μορφή νουβέλας το 1952 και αποτελεί θεμέλιο λίθο για το συγκεκριμένο είδος. Κάπως έτσι γεννήθηκε η δραματουργική αποτύπωση λέξεων όπως ‘objection’, ‘sustained’, ‘overruled’ που με τα χρόνια κατέκλυσαν το λευκό πανί και τους τηλεοπτικούς μας δέκτες.
Υ.Γ. Το 1957, ο Σίντνεϊ Λιούμετ με το ’12 Angry Men’, μας είχε βάλει στο ‘άβατο’ των ενόρκων (που ήταν μόνο άντρες) σε μια κινηματογραφική ωδή στη δημοκρατικότητα, αφού ακόμα κι ένας από τους δώδεκα να διαφωνεί, μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη μιας απόφασης. Στην ‘Ανατομία μιας πτώσης’, δύο χρόνια μετά, το σώμα ενόρκων αποτελείται πλέον και από γυναίκες. Το χρώμα όλων παραμένει λευκό, αλλά με τα χρόνια θα αλλάξει κι αυτό. Ο κινηματογράφος για άλλη μια φορά λειτουργεί (και) ως απεικόνιση των κοινωνικών αλλαγών.