της ipolinstinplage (Instagram: ipolinstinplage)
Οι “Ομπρέλες του Χερβούργου” δεν ήταν το πρώτο έργο του Ζακ Ντεμί, ούτε καν το πρώτο έργο μεγάλου μήκους του Ζακ Ντεμί. Ήταν, όμως, το έργο που τον έκανε διάσημο, και τον καθιέρωσε παγκοσμίως ως τον go-to Γάλλο σκηνοθέτη για ρομαντικές ιστορίες… κι ας τελειώνει αυτή εδώ άδοξα.
Το γεγονός ότι τελειώνει άδοξα, είναι μάλλον από τα σπουδαιότερα σημεία της. Γιατί το μεγαλείο αυτού του έργου βρίσκεται στον τεράστιο ρεαλισμό του, έναν ρεαλισμό τον οποίο εκφράζει εξαιρετικά αυτό το τέλος και, αν μιλάμε για το σύνολο του φιλμ, μ’έναν ιδιοφυή τρόπο ενισχύει η αισθητική πλαστικότητα που κυριαρχεί. Το μελόδραμα, η θεατρικότητα, στις εκφράσεις των ηθοποιών και την ερμηνεία των τραγουδιών, το έντονο χρώμα, η επιλογή του Ντεμί να είναι το φιλμ του ολόκληρο τραγουδιστό (όπως λέει κι η αφίσα: “En musique, en couleurs, en chanté” – επενδυμένο με μουσική, έγχρωμο, τραγουδιστό), κάνουν, μέσω της αντίθεσης, ακόμα πιο αισθητό τον σεναριακό ρεαλισμό της ταινίας αυτής, έναν ρεαλισμό που βρίσκεται τόσο στην πολυπλοκότητα των χαρακτήρων, όσο και στην ίδια την υφή των καταστάσεων μέσα στις οποίες βρίσκονται, καταστάσεων που μπλέκουν στοιχεία του ανθρώπινου χαρακτήρα, με χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητας των ηρώων. Είναι μέσω αυτών των δύο παραγόντων, που οδηγείται η ηρωίδα της Ντενέβ στην τελική της απόφαση, που θα καθορίσει και την τύχη μιας από τις πιο γνωστές κινηματογραφικές αγάπες, προς το χειρότερο γι’αυτή την τελευταία.
Η αντίθεση αισθητικού παραμυθιού και σεναριακής πραγματικότητας δεν είναι παρά ένα από τα στοιχεία που κάνουν αυτό το φιλμ αριστουργηματικό. Βλέποντας τις “Ομπρέλες του Χερβούργου” πολλές φορές, μπορεί κανείς να παρατηρήσει κι άλλα, μικρότερα στοιχεία, που συνθέτουν το μεγαλείο της ταινίας αυτής του Ντεμί. Η κάμερα, που με τα ζουμ και τα γκρο πλαν της πλησιάζει τόσο όμορφα και λεπτά μα δυνατά τους χαρακτήρες, δείχνοντας την εμπλοκή του ευαίσθητου αυτού σκηνοθέτη στο δράμα τους, η αρμονία μουσικής κι εικόνας, που η μία συμπληρώνει την ένταση που λείπει – εσκεμμένα – από την άλλη, δημιουργώντας ένα σύνολο, ακόμα και το γεγονός ότι η ταινία ξεκινά μ’ένα μελαγχολικό ινστρουμένταλ του θέματος που συνέθεσε ο Μισέλ Λεγκράν, για να δείξει τη διάλυση των ονείρων και την κυριαρχία του πραγματικού, όλα αυτά, οδηγούν το φιλμ να είναι όχι μόνο τεχνικά άρτιο, μα – το σημαντικότερο – συναισθηματικά εξαιρετικά επιδραστικό, και – λόγω του τελευταίου στοιχείου – εξαρχής εδρασμένο σ’έναν τεράστιο ρεαλισμό, που στην αρχή λίγο κρύβεται, μα στην συνέχεια εμφανίζεται όλο και περισσότερο, για να κορυφωθεί και να εκδηλωθεί περισσότερο, στο σπαρακτικό τέλος του φιλμ στο βενζινάδικο “L’escale Cherbourgeoise”.
Απ’ τις “Ομπρέλες του Χερβούργου” δεν γεννήθηκε το γαλλικό μιούζικαλ. Αυτό το γέννησε ο Ρενέ Κλερ, με το “Κάτω απ’τις στέγες του Παρισιού”, φιλμ το οποίο αντηχεί σ’ορισμένες σκηνές της ταινίας του Ντεμί. Ούτε υπήρξε το τέλος του, αφού κι ο ίδιος ο Ντεμί έκανε κι άλλα μιούζικαλ, κι άλλοι δημιουργοί, όπως η Ακερμάν κι ο Ρενέ, έδωσαν τη δική τους οπτική σ’αυτό το πάντως λίγο εξερευνημένο στον γαλλικό κινηματογράφο είδος. Αυτό που έκαναν, πάντως, οι “Ομπρέλες του Χερβούργου”, είναι να φτάσουν το είδος αυτό σ’ένα ύψος ανάλογο μ’αυτού στο οποίο ανέβασε το αμερικάνικο μιούζικαλ το “Singing in the rain”, να τού δώσουν δόξα παγκοσμίως, και να αποδείξουν τη δυνατότητά του να υπάρξει ποιοτικά επιτυχημένα, χωρίς τη σεναριακή επιφανειακότητα και την έλλειψη αρκετής τεχνικής ζωντάνιας, που χαρακτήριζε ενίοτε τη δουλειά του Κλερ.
Οι “Ομπρέλες του Χερβούργου” είναι, λόγω της τεχνικής τους αρτιότητας και της δύναμης του συναισθήματος και της ιστορίας τους, ένα από τα μεγαλύτερα φιλμ του γαλλικού κινηματογράφου, και σίγουρα ένα από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο φιλμ του Ζακ Ντεμί. Είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, από τα λίγα. Ίσως λόγω του ότι είναι ένα τέτοιο, μού χρειάστηκε για να το δείξω αυτό, να πω τόσα πολλά…